-
1 ακρωτηριάζω
-
2 ἀκρωτηριάζω
-
3 ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηριάζω, 1) die äußersten Gliedmaßen abschneiden, τὰς ῥῖνας Athen. XII, 524 d: τῶν ἑρμῶν ἀκρωτηριασϑέντων τὰ πρόσωπα Plut. Alc. 18; überh. verstümmeln, Pol. 5, 54, 10; Her. 3, 59 von Schiffen, τὰς πρώρας ἠκρωτηρίασαν. – Med., Xen. Hell. 6, 2, 36 τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος; Dem. 18, 296 ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας. – 2) ein Vorgebirge bilden, Strab. I, 2, 291 Pol. 4, 45, 2.
-
4 ακρωτηριαζω
1) отрубать, отсекать(τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Her.)
2) med. обрубать, лишать носовой части(τὰς τριήρεις Xen.)
3) увечить, обезображивать(πολλοὺς τῶν Σελευκέων Polyb.; τὸ σῶμά τινος Plut.)
οἱ ἑρμαῖ ἀκρωτηριασθέντες τὰ πρόσωπα Plut. — статуи Гермеса с обезображенными лицами4) образовать мыс, выдаваться в виде мыса -
5 ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηριάζω, (1) die äußersten Gliedmaßen abschneiden; überh. verstümmeln; von Schiffen. (2) ein Vorgebirge bilden -
6 ακρωτηριάζω
μετ.1) увечить, калечить; уродовать, обезображивать; 2) обрезать, урезать; обрубать; обламывать; 3) мед. ампутировать -
7 ἀκρωτηριάζω
V 0-0-0-0-2=2 2 Mc 7,4; 4 Mc 10,20to cut off hands and feet, to mutilate -
8 ακρωτηριάζω
[акротириазо] ρ обрезывать, подрезывать. (ιατρ) ампутировать. -
9 ἀκρωτηριάζω
A cut off ἀκρωτήρια, of ships, τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν cut the beaks off the prows, Hdt.3.59:—so in [voice] Med.,τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος X.HG6.2.36:—[voice] Pass., Ath.12.535d.
2 of persons, cut off hands and feet, mutilate, Plb.5.54.10, etc.; ῥῖνα, πρόσωπον, Clearch. 8, Plu.Alc.18; χεῖρας σὺν αὐτοῖς τοῖς βραχίοσιν D.S.34.8; ὄργανον, of circumcision, Ph.2.211; μηδὲν ἀκρωτηριάσῃς ἐνθάδε, Inscr. on statue, CIG6855:—so in [voice] Med., μέλη LXX 4 Ma.18.20: inetaph., ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας D.18.296; ἀ. τὴν ἀρετήν τινος Max.Tyr. 5.8.
4 metaph., mutilate, maim, τῇ συγκοπῇ τὸ μέγεθος Longin.39.4; πρᾶγμα POxy. 237 vi 7 (ii A. D.); θείαν φύσιν Heraclit.All.26.
II intr., form a promontory, jut out like one, Plb.4.43.2, Str.2.1.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρωτηριάζω
-
10 ακρωτηριάζω
amputer -
11 ακρωτηριάζω
1) amputować czas.2) odciąć czas. -
12 ακρωτηριάζω
1) amputovat2) odejmout -
13 ακρωτηριάζω
amputateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακρωτηριάζω
-
14 ακρωτηριαζόμεθα
ἀ̱κρωτηριαζόμεθα, ἀκρωτηριάζωcut off: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)ἀκρωτηριάζωcut off: pres ind mp 1st plἀκρωτηριάζωcut off: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
15 ἀκρωτηριαζόμεθα
ἀ̱κρωτηριαζόμεθα, ἀκρωτηριάζωcut off: imperf ind mp 1st pl (doric aeolic)ἀκρωτηριάζωcut off: pres ind mp 1st plἀκρωτηριάζωcut off: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
16 ακρωτηριών
ἀκρωτηριάζωcut off: fut part act masc voc sgἀκρωτηριάζωcut off: fut part act neut nom /voc /acc sgἀκρωτηριάζωcut off: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
17 ἀκρωτηριῶν
ἀκρωτηριάζωcut off: fut part act masc voc sgἀκρωτηριάζωcut off: fut part act neut nom /voc /acc sgἀκρωτηριάζωcut off: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
18 ακρωτηριάσαι
ἀκρωτηριά̱σᾱͅ, ἀκρωτηριάζωcut off: fut part act fem dat sg (doric)ἀκρωτηριάζωcut off: aor inf actἀκρωτηριάσαῑ, ἀκρωτηριάζωcut off: aor opt act 3rd sg -
19 ἀκρωτηριάσαι
ἀκρωτηριά̱σᾱͅ, ἀκρωτηριάζωcut off: fut part act fem dat sg (doric)ἀκρωτηριάζωcut off: aor inf actἀκρωτηριάσαῑ, ἀκρωτηριάζωcut off: aor opt act 3rd sg -
20 ακρωτηριάσας
ἀκρωτηριά̱σᾱς, ἀκρωτηριάζωcut off: fut part act fem acc pl (doric)ἀκρωτηριά̱σᾱς, ἀκρωτηριάζωcut off: fut part act fem gen sg (doric)ἀκρωτηριάσᾱς, ἀκρωτηριάζωcut off: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
ἀκρωτηριάζω — cut off pres subj act 1st sg ἀκρωτηριάζω cut off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριάζω — ακρωτηριάζω, ακρωτηρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κόβω από κάτι τα άκρα: Βρέθηκαν αγάλματα ακρωτηριασμένα. 2. περικόβω, κολοβώνω: Η Γερμανία βγήκε ακρωτηριασμένη από το β παγκόσμιο πόλεμο. 3. (ιατρ.), κόβω ένα μέλος του σώματος που δεν μπορεί να θεραπευτεί: Του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρωτηριάσει — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg (epic) ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριάσῃ — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριῶν — ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc voc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκρωτηριασμένα — ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριαζομένων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp fem gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριαζόντων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part act masc/neut gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασθέντα — ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)