-
1 ακριβαίνω
[акривэно] р. поднимать цены,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακριβαίνω
-
2 подорожать
ακριβαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подорожать
-
3 накинуть
ρ.σ.μ.1. βλ. бросить.2. αυξαίνω, υπερτιμώ, ανατιμώ, ακριβαίνω.1. βλ. броситься.2. υπερτιμούμαι, ανατιμούμαι, ακριβαίνω. -
4 удорожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удороженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.ακριβαίνω, κάνω πιο ακριβό•перевозка гужом -ит товар η μεταφορά φορτίου με κάρο ακριβαίνει το εμπόρευμα.
ακριβαίνω, γίνομαι πιο ακριβός. -
5 дорожать
дорожатьнесов ἀκριβαίνω. -
6 удорожать
удорожатьнесов, удорожить сов ἀνεβάζω τήν τιμή[ν], ὑπερτιμώ, ἀκριβαίνω κάτι. -
7 цеиа
цеи||аж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе -
8 вздорожать
-ает, ρ.σ.ακριβαίνω, γίνομαι ακριβότερος•продукты -ли τα τρόφιμα ακρίβηναν.
-
9 дорожать
-аетρ.δ.ακριβαίνω, ανεβαίνω, ανατιμιέμαι•хлеб -ает το ψωμί ακριβαίνει.
-
10 ломить
ломлю, ломишь ρ.δ.1. μ. βλ. ломать (1 σημ.).2. σπάζω ορμώντας.3. αμ. πονώ, σφάζω•-ит кости πονούν τα κόκκαλα•
-ит в пояснице με σφάζει η μέση.
4. μ. (απλ.) ακριβαίνω, ανεβάζω την τιμή.εκφρ.ломить шапку перед кем – υποκλίνομαι ταπεινά.1. βλ. ломаться (1 σημ.).2. είμαι γεμάτος, κατάμεστος•театр -ился от публики το θέατρο ήταν κατάμεστο από το κοινό.
3. λυγίζω, κάμπτομαι•такой урожай на яблоки, что сучья -ятся τέτοια προκοπή στα μήλα, που σπάζουν τα κλαδιά.
4. προχωρώ, εισδύω βίαια, ορμητικά χυμώ να περάσω. -
11 набавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.επιπροσθέτω, βάζω παραπάνω, αυξαίνω ανεβάζω, υψώνω•плату за помещение αυξαΧνω το ενοίκιο•
цену на товар ακριβαίνω το εμπόρευμα•
набавить ц-ны υψώνω (ανεβάζω) τις τιμές•
набавить ход, шигу επιταχύνω το βάδισμα, το βήμα.
-
12 подорожать
-аетρ.σ. ακριβαίνω•хлеб -ал το ψωμί ακρίβηνε.
См. также в других словарях:
ακριβαίνω — ακριβαίνω, ακρίβυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακριβαίνω — [ακριβός] 1. γίνομαι ακριβότερος, αυξάνει η τιμή τής πώλησής μου 2. γίνομαι δαπανηρός 3. αυξάνω, υψώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος, υπερτιμώ … Dictionary of Greek
ακριβαίνω — υνα 1. μτβ., αυξάνω την τιμή κάποιου εμπορεύματος: Πάλι τ ακρίβυνες τα πουλερικά. 2. αμτβ., γίνομαι ακριβότερος: Ακρίβυναν πολύ τα οικοδομικά υλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ακριβίζω — [ακριβός] ακριβαίνω* … Dictionary of Greek
ακριβεύω — (Α ἀκριβεύω) [ἀκριβής] χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ νεοελλ. ακριβαίνω* αρχ. ομαι 1. είμαι ακριβής 2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά «ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῡ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c) 3. οδηγούμαι από… … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
ακριβώνω — [ακριβός] ακριβαίνω* … Dictionary of Greek