-
1 ακράτητος
-
2 ἀκράτητος
-
3 ακρατητος
-
4 ακράτητος
η, ο [ος, ον ] неудержимый, безудержный стремительный -
5 ακράτητος
[акратитос] επ неудержимый, стремительный. -
6 ἀκράτητος
ἀκράτ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκράτητος
-
7 ἀκράτητος
ἀ-κράτητος, nicht zu überwältigen, unbändig -
8 ακρατήτως
-
9 ἀκρατήτως
-
10 ακράτητον
-
11 ἀκράτητον
-
12 ακρατήτου
-
13 ἀκρατήτου
-
14 ακρατήτους
-
15 ἀκρατήτους
-
16 ακρατήτω
-
17 ἀκρατήτῳ
-
18 ακρατήτων
ἀκράτητοςunsubdued: masc /fem /neut gen plἀκρατέωto be: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀκρατέωto be: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) -
19 ἀκρατήτων
ἀκράτητοςunsubdued: masc /fem /neut gen plἀκρατέωto be: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀκρατέωto be: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) -
20 ακράτητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκράτητος — unsubdued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράτητος — η, ο (Α ἀκράτητος, ον) [κρατῶ] 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί 2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός 3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστος αρχ. μσν. 1. ο άπιαστος, ο αναφής* 2. ο αήττητος … Dictionary of Greek
ακράτητος — η, ο ασυγκράτητος, βίαιος: Όταν θύμωνε ήταν ακράτητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατήτως — ἀκράτητος unsubdued adverbial ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητον — ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc sg ἀκράτητος unsubdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτου — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτους — ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτων — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut gen pl ἀκρατέω to be pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀκρατέω to be pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτῳ — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητα — ἀκράτητος unsubdued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητοι — ἀκράτητος unsubdued masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)