-
1 κρατητός
κρατητόςcapable of being grasped: masc nom sg -
2 κρατητός
η, ό держащийся;περπατάνε κρατητοί από τα χέρια — они идут, взявшись за руки
-
3 Κράτητος
Κράτηςgen sg -
4 κρατητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατητός
-
5 εὐ-κατα-κράτητος
εὐ-κατα-κράτητος, leicht zu behaupten, Pol. 4, 56, 9.
-
6 δυς-κράτητος
δυς-κράτητος, schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.
-
7 ἀ-κράτητος
ἀ-κράτητος, nicht zu überwältigen, unbändig, Arist. meteor. 4, 7; ἐπιϑυμία Herodian. 1, 8, 4 u. a. Sp.
-
8 ἀ-δημο-κράτητος
ἀ-δημο-κράτητος, nicht demokratisch, Dio C. 43, 45.
-
9 κρατητόν
κρατητόςcapable of being grasped: masc acc sgκρατητόςcapable of being grasped: neut nom /voc /acc sg -
10 ακρατητος
-
11 δυσκρατητος
2с трудом управляемый, которым трудно овладеть -
12 αὐτοκράτητος
A = αὐτάγρευτος, Sch.Opp.H.4.449.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκράτητος
-
13 γυναικοκράτητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοκράτητος
-
14 δυσκράτητος
A hard to control,τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3
; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκράτητος
-
15 εὐκατακράτητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκατακράτητος
-
16 παίγνιον
παίγν-ιον, τό,A plaything, toy, , cf. Plt. 288c;τύχης π. Secund.Sent.7
; πλοῖον ἀνέμων π. ib.17; οἷον π. φεῦγον, of Matter because of its instability, Plot.3.6.7: in pl., Pl.Lg. 797b, etc.; dainties, Ephipp. 24.2 of persons, darling, pet, Anaxandr.9.3: also in pl. (of one person), Ar.Ec. 922, Plu.Ant.59.II in Theoc.15.50, the Egyptians are called κακὰ παίγνια, roguish cheats,—unless here it be acc. cogn. ( dirty tricks) after παίζω.3 light poem, AP6.322 (Leon.), Plb.16.21.12; Ὁμήρου, Κράτητος π., Jul.Or. 2.60d, 6.199d; title of poems by Philetas, Stob.2.4.5, al.; applied to those of Theocritus, Ael.NA15.19: metaph., of the merry chirp of the cicada, AP7.196.6 (Mel.).4 of a prose trifle, Gorg.Hel. 21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παίγνιον
-
17 ἀκατακράτητος
ἀκατα-κράτητος, ον,A gloss on ἀάσχετος, EM1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατακράτητος
-
18 ἀνεπικούρητος
ἀνεπι-κούρητος, ον,A without succour, Philem.213.2, Onos.3.2 [suff] ἀνεπι-κράτητος [pron. full] [ρᾰ], ον, without dominant planet, γένεσις Vett. Val. 151.5 [suff] ἀνεπι-κρῐσία, ἡ, inability to form a judgement, S.E.M.11.182.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπικούρητος
-
19 ἐπαφητός
ἐπᾰφ-ητός, όν,A capable of being touched;χερσὶ μὲν οὐδαμῶς ἐ., διανοίᾳ δὲ μόνῃ κρατητός Porph.Marc.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαφητός
-
20 ἀδημοκράτητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρατητός — capable of being grasped masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατητός — ή, ό (Α κρατητός, ή, όν) [κρατώ] αυτός που συγκρατείται από άλλον ή αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του αρχ. αυτός που μπορεί κανείς να τόν νικήσει. επίρρ... κρατητά με πολλή προσοχή, συγκρατημένα, σιγά σιγά … Dictionary of Greek
κρατητός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του ή αυτός που κρατιέται από άλλον: Περπατάνε κρατητοί από τα χέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κράτητος — Κράτης gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατητόν — κρατητός capable of being grasped masc acc sg κρατητός capable of being grasped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατακράτητος — εὐκατακράτητος, ον (Α) αυτός που προφυλάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα κρατητος (< κατα κρατώ), πρβλ. α κατα κράτητος] … Dictionary of Greek
παντοκράτητος — ον, Μ παντοκρατής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κράτητος (< κρατῶ), πρβλ. α κράτητος] … Dictionary of Greek
Zeno of Citium — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image size = 200px image caption = Zeno of Citium name = Zeno of Citium birth = c. 334 BC, Citium, Cyprus death = c. 262 BC, Athens school tradition =… … Wikipedia
Кратет — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка {{Имя}}. Вы можете помочь проекту, добавив его. Кратет (Кратет, устаревшее Кратес от … Википедия
Кратес — Кратет (Кратет, устаревшее Кратес от др. греч. Κράτης, родительный падеж Κράτητος) древнегреческое имя. Известные носители: Кратет Афинский Кратет Афинский древнегреческий поэт комедиограф и актёр. Кратет Афинский (ум. ок. 268 до н. э./265 до н … Википедия
Кратес (философ) — Кратет (Кратет, устаревшее Кратес от др. греч. Κράτης, родительный падеж Κράτητος) древнегреческое имя. Известные носители: Кратет Афинский Кратет Афинский древнегреческий поэт комедиограф и актёр. Кратет Афинский (ум. ок. 268 до н. э./265 до н … Википедия