Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακοντιστής

См. также в других словарях:

  • ἀκοντιστής — darter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοντιστής — ο (Α ἀκοντιστής) [ἀκοντίζω] ο αθλητής τού ακοντισμού αρχ. μσν. 1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς 2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος …   Dictionary of Greek

  • ακοντιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ρίχνει το ακόντιο: Ο καλός ακοντιστής πρέπει να ασκείται συχνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοντισταῖς — ἀκοντιστής darter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντισταῖσι — ἀκοντιστής darter masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντισταί — ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντιστοῦ — ἀκοντιστής darter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντιστήν — ἀκοντιστής darter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντιστῶν — ἀκοντιστής darter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] …   Dictionary of Greek

  • ιππακοντιστής — ἱππακοντιστής, ὁ (Α) ιππέας ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀκοντιστής (< ἀκοντίζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»