-
1 ακοντιστης
-
2 ακοντιστής
ο1) ист. копьеносец; 2) метатель копья -
3 ἀκοντιστής
-
4 ακοντιστής
[аконтистис] ουσ. а метатель копья,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακοντιστής
-
5 ακοντιστής
[аконтистис]ουσ α метатель копья. -
6 ακοντιστηρ
- ῆρος ὅ Eur. = ἀκοντιστής См. ακοντιστης I -
7 δεινος
I.31) внушающий благоговейный трепет или священный ужас(θεός Hom.)
Στυγὸς ὕδωρ ὅστε ὅρκος δεινότατος θεοῖσιν Hom. — вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов2) страшный, ужасный, грозный(Χάρυβδις Σκύλλη τε, πέλωρα θεῶν Hom.; πόλεμος Pind., Plat.)
δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. — считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.;тж. — выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4);τοῦτο δεινὸν γίνεται μέ … Her. — существует опасность, что …;οὐδὲν δεινὸν αὐτῷ μήποτε ἀδικηθῇ Plat. — нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида;δεινὰ παθεῖν Her., Thuc., Plat., Arph. — подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать3) перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный(σάκος Hom.; ἵμερος Her.; ἐπιθυμίαι Plat.)
4) странный, неслыханныйδεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν πρᾶγμα λέγεις Plat. — странную вещь ты говоришь;
δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. — поражаться, изумляться (ср. 2)5) важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный(σοφιστής Eur., Plut.; ἀκοντιστής Plat.; ῥήτωρ Dem.; στρατηγός Arst.)
δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. — искусный в чем-л.;II.gen. к δεῖνα См. δεινα -
8 πεζακοντιστης
См. также в других словарях:
ἀκοντιστής — darter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντιστής — ο (Α ἀκοντιστής) [ἀκοντίζω] ο αθλητής τού ακοντισμού αρχ. μσν. 1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς 2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος … Dictionary of Greek
ακοντιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ρίχνει το ακόντιο: Ο καλός ακοντιστής πρέπει να ασκείται συχνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοντισταῖς — ἀκοντιστής darter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντισταῖσι — ἀκοντιστής darter masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντισταί — ἀκοντιστής darter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστοῦ — ἀκοντιστής darter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστήν — ἀκοντιστής darter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοντιστῶν — ἀκοντιστής darter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντιστήρ — ἀκοντιστὴρ ( ῆρος), ο (Α) ο ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκοντιστής*] … Dictionary of Greek
ιππακοντιστής — ἱππακοντιστής, ὁ (Α) ιππέας ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀκοντιστής (< ἀκοντίζω)] … Dictionary of Greek