-
1 αγύμναστος
-
2 ἀγύμναστος
-
3 αγυμναστος
21) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыковτοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. — физически не закаленные;σώματος ἀ. ἕξις Plut. — отсутствие физической закаленности2) неизмученный, неизнуренныйοὐκ ἀ. πλάνοις Eur. — измученный странствиями;
οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. — не оставлять в покое кого-л. -
4 ἀγύμναστος
ἀγύμν-αστος, ον,A unexercised, untrained,ἵπποι X.Cyr.8.1.38
, cf. Arist.Pr. 888a23; ἀ. τοῖς σώμασιν Plu.Arat.47: metaph., undisciplined,φαντασίαι Stoic.2.39
.2 unpractised, τινός in a thing, E.Ba. 491, X.Cyr.1.6.29, Pl., etc.; also εἴς or , 816a;περί τι Plu.2.802d
, Gal.8.608;ἐν λόγοις Phld.Rh.1.189
S.: c. inf., Muson.Fr.6p.23H.3 unharassed, S.Tr. 1083;οὐδ' ἀγύμναστον πλάνοις E.Hel. 533
;πόνοις οὐκ ἀγύμναστος φρένας Id.Fr. 344
.II Adv.ἀγυμνάστως, ἔχειν πρός τι X.Mem.2.1.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγύμναστος
-
5 αγύμναστος
η, ο [ος, ον ]1) нетренированный; 2) не прошедший военного обучения; 3) неопытный, неумелый -
6 αγύμναστος
[агимнастос] εκ. нетренированный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγύμναστος
-
7 αγύμναστος
[агимнастос] επ нетренированный. -
8 ἀγύμναστος
ἀ-γύμναστος, (1) ungeübt, unerfahren. (2) nicht geplagt, nicht gequält. Adv. - άστως, ungeübt, ungewohnt -
9 αγυμναστοτέρα
ἀγυμναστοτέρᾱ, ἀγύμναστοςunexercised: fem nom /voc /acc comp dualἀγυμναστοτέρᾱ, ἀγύμναστοςunexercised: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
10 ἀγυμναστοτέρα
ἀγυμναστοτέρᾱ, ἀγύμναστοςunexercised: fem nom /voc /acc comp dualἀγυμναστοτέρᾱ, ἀγύμναστοςunexercised: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
11 αγυμναστοτέρων
ἀγύμναστοςunexercised: fem gen comp plἀγύμναστοςunexercised: masc /neut gen comp pl -
12 ἀγυμναστοτέρων
ἀγύμναστοςunexercised: fem gen comp plἀγύμναστοςunexercised: masc /neut gen comp pl -
13 αγυμνάστοις
ἀγύμναστοςunexercised: masc /fem /neut dat pl——————ἀγυμνάστοις, ἀγύμναστοςunexercised: masc /fem /neut dat pl -
14 αγυμνάστως
-
15 ἀγυμνάστως
-
16 αγύμναστον
-
17 ἀγύμναστον
-
18 Unpractised
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unpractised
-
19 ατριπτος
-
20 αγυμναστοτάτους
См. также в других словарях:
ἀγύμναστος — unexercised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύμναστος — η, ο (Α ἀγύμναστος, ον) 1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος 2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής νεοελλ. (Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του… … Dictionary of Greek
αγύμναστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σωματικά: Το σώμα του φαίνεται που είναι αγύμναστο. 2. έφεδρος που δεν έχει εκπαιδευτεί στρατιωτικά: Κλήθηκαν για εκγύμναση οι αγύμναστοι δύο κλάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγυμναστοτέρων — ἀγύμναστος unexercised fem gen comp pl ἀγύμναστος unexercised masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνάστως — ἀγύμναστος unexercised adverbial ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύμναστον — ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc sg ἀγύμναστος unexercised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτάτους — ἀγύμναστος unexercised masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτέροις — ἀγύμναστος unexercised masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτέρους — ἀγύμναστος unexercised masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστότεροι — ἀγύμναστος unexercised masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνάστοις — ἀγύμναστος unexercised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)