-
1 αγύμναστον
-
2 ἀγύμναστον
-
3 αγυμναστος
21) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыковτοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. — физически не закаленные;σώματος ἀ. ἕξις Plut. — отсутствие физической закаленности2) неизмученный, неизнуренныйοὐκ ἀ. πλάνοις Eur. — измученный странствиями;
οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. — не оставлять в покое кого-л. -
4 συνασκέω
2 train, educate, or discipline fully, D.L.4.67, 6.23;σ. τὴν αἴσθησιν D.H.Lys.11
;ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Id.Rh.7.4
;ἔν τινι S.E.M.1.190
;ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους Eun.VSp.487
B.;σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι D.L.2.72
:—[voice] Pass.,φάλαγξ συνησκημένη Plu.Cleom.20
;τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς,.. ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Phalar.Ep.67.1
;συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.Vit.Hippocr. 4
;μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου D.L.3.29
; -ησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Phld.Rh.1.58,77 S.4 συνησκημένος, = agitatus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνασκέω
-
5 ἀγύμναστος
ἀγύμν-αστος, ον,A unexercised, untrained,ἵπποι X.Cyr.8.1.38
, cf. Arist.Pr. 888a23; ἀ. τοῖς σώμασιν Plu.Arat.47: metaph., undisciplined,φαντασίαι Stoic.2.39
.2 unpractised, τινός in a thing, E.Ba. 491, X.Cyr.1.6.29, Pl., etc.; also εἴς or , 816a;περί τι Plu.2.802d
, Gal.8.608;ἐν λόγοις Phld.Rh.1.189
S.: c. inf., Muson.Fr.6p.23H.3 unharassed, S.Tr. 1083;οὐδ' ἀγύμναστον πλάνοις E.Hel. 533
;πόνοις οὐκ ἀγύμναστος φρένας Id.Fr. 344
.II Adv.ἀγυμνάστως, ἔχειν πρός τι X.Mem.2.1.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγύμναστος
См. также в других словарях:
ἀγύμναστον — ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc sg ἀγύμναστος unexercised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)