Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αγρυπνώ

См. также в других словарях:

  • αγρυπνώ — [Α ἀγρυπνῶ ( έω)] 1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ 2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρυπνος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός νεοελλ. αγρύπνημα, αγρυπνητής] …   Dictionary of Greek

  • αγρυπνώ — αγρυπνάω / αγρυπνώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αγρύπνησα, αγρυπνισμένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγρυπνώ — αγρύπνησα, αγρυπνισμένος 1. μένω άγρυπνος: Αγρύπνησα και δεν μπορώ να δουλέψω. 2. προσέχω, φροντίζω: Οι ένοπλες δυνάμεις κάθε χώρας αγρυπνούν για την ασφάλειά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγρυπνῶ — ἀγρυπνέω lie awake pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγρυπνέω lie awake pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρύπνῳ — ἄγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρυπνητικός — ἀγρυπνητικός, ή, όν (AM) [ἀγρυπνῶ] αυτός που επαγρυπνεί, που φρουρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρυπνῶ + κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

  • ξαγρυπνώ — άω μένω άυπνος, αγρυπνώ, χάνω τον ύπνο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * με επιτ. σημ. + αγρυπνώ] …   Dictionary of Greek

  • παννυχίζω — Α [παννυχίς] 1. (ενεργ. και μέσ.) αγρυπνώ σε εορτή καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, τελώ αγρυπνία από την εσπέρα τής προηγούμενης ημέρας 2. κάνω κάτι καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατώ όλη τη νύχτα («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα» …   Dictionary of Greek

  • υπαγρυπνώ — έω, Α έχω υπνηλία αλλά αγρυπνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀγρυπνῶ] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»