Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ίδιος

  • 1 ίδιος

    [идиос] επ. собственный

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ίδιος

  • 2 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 3 сам

    сам (сама, само, сами) о ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)· я \сам видел το είδα ο ίδιος; он \сам это сказал о ίδιος το είπε· она и \сама это знает το ξέρει η ίδια; они \сами придут θα ρθουν μόνοι τους ◇ само собой разумеется είναι αυτονόητο
    * * *
    (сама, само, сами)
    ο ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)

    я сам ви́дел — το είδα ο ίδιος

    он сам э́то сказа́л — ο ίδιος το είπε

    она́ и сама́ э́то зна́ет — το ξέρει η ίδια

    они́ сами приду́т — θα ρθουν μόνοι τους

    ••

    само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο

    Русско-греческий словарь > сам

  • 4 сам

    сам
    мест. (сама, само, сами)
    1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:
    он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·
    2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:
    он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·
    3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:
    \сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·
    4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·
    5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:
    он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός.

    Русско-новогреческий словарь > сам

  • 5 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

  • 6 точь-в-точь

    точь-в-точь
    ίδιος ἀκριβώς, ὁλόιδιος, ἰδιος κι ἀπαράλλαχτος:
    мальчик \точь-в-точь оте́ц τό παιδί εἶναι ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος ὁ πατέρας του.

    Русско-новогреческий словарь > точь-в-точь

  • 7 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 8 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 9 одинаковый

    одинаковый όμοιος, ίδιος
    * * *
    όμοιος, ίδιος

    Русско-греческий словарь > одинаковый

  • 10 самый

    самый 1. (в знач. именно) αυτός, ο ίδιος· с \самыйого утра από πρωί πρωί* в \самыйом начале από την αρχή; до \самыйого вечера ως το βράδυ· до \самыйого дома μέχρι το σπίτι" в то \самыйое время την ίδια ώρα 2. (при образовании превосх. ст.) πιο* \самый сильный о πιο δυνατός; \самыйое главное το κυριότερο ◇ в \самыйом деле αλήθεια, πραγματικά
    * * *
    1. в знач. именно
    αυτός, ο ίδιος

    с са́мого утра́ — από πρωί πρωί

    в са́мом нача́ле — από την αρχή

    до са́мого ве́чера — ως το βράδυ

    до са́мого до́ма — μέχρι το σπίτι

    в то са́мое вре́мя — την ίδια ώρα

    2. при образовании превосх. ст.

    са́мый си́льный — ο πιο δυνατός

    са́мое гла́вное — το κυριότερο

    ••

    в са́мом де́ле — αλήθεια, πραγματικά

    Русско-греческий словарь > самый

  • 11 такой

    такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;
    * * *
    τέτοιος; τόσος ( настолько)

    тако́й большо́й — τόσο μεγάλος

    тако́й же — όμοιος, ίδιος

    таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο

    в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή

    что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει

    кто он ( или кто э́то) тако́й? — ποιος είναι αυτός

    Русско-греческий словарь > такой

  • 12 тот

    тот (та, то, те) εκείνος; \тот (же) самый εκείνος ο ίδιος; та улица εκείνος ο δρόμος; то место εκείνη η θέση; те дома εκείνα τα σπίτια; \тот или другой о ένας ή ο άλλος
    * * *
    (та, то, те)

    тот (же) са́мый — εκείνος ο ίδιος

    та у́лица — εκείνος ο δρόμος

    то ме́сто — εκείνη η θέση

    те дома́ — εκείνα τα σπίτια

    тот и́ли друго́й — ο ένας ή ο άλλος

    Русско-греческий словарь > тот

  • 13 один

    один
    1. числ. είς, ἐνας:
    только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·
    2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:
    я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·
    3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·
    4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:
    \один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·
    5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:
    я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·
    6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:
    здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·
    7. сущ. ἔνας·.

    Русско-новогреческий словарь > один

  • 14 собственный

    собственн||ый
    прил в разн. знач. ἰδιος, ούτος, προσωπικός:
    по \собственныйому желанию αὐτοβούλως, οἰκειοθελώς, ἐθελοντικά· я видел его́ \собственныйыми глазами τόν είδα μέ τά ἰδια μου τά μάτια· в \собственныйые ру́ки στον ἰδιο, στά χέρια του (μου, σου)· \собственныйой руко́й ἰδιοχείρως· \собственныйой персоной ὁ ἰδιος, αὐτοπροσώπως· в \собственныйом смысле στήν κυριολεξία, μέ τήν κυρία σημασία· и́мя \собственныйое грам. τό κύριον ὅνομα.

    Русско-новогреческий словарь > собственный

  • 15 такой

    так||ой
    (такая, такое, мн. таки́е) мест, указ. τέτοιος, τοιοῦτος:
    он -\такой, какой есть τέτοιος πού εἶναι· он \такой силач! τί δυνατός πού εἶναι!· это \такойая интересная кни́га εἶναι τόσο ἐνδιαφέρον βιβλίο· это \такойόε зрелище! εἶναι τέτοιο θέαμα!· у него́ \такойи́е интересные мысли ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσες σκέψεις· \такой (же) ὀμοιος, παρόμοιος, ἰδιος, ἰδιος ἀκριβῶς· \такой же большой как... τόσο μεγάλος ὅσο... вы все \такойа́я же! είσθε πάντα ἡ ἰδια, δέν ἀλλάξατε καθόλου· в \такойо́м слу́чае ἐν τοιαύτη περιπτώσει· до \такойой степени σέ τέτοιο σημείο, σέ τέτοιο βαθμό· \такойи́м образом а) τοιουτοτρόπως, ἔτσι, μ· αὐτόν τόν τρόπο, б) (следовательно) λοιπόν что \такойое случилось? τί συνέβη;· кто \такой? ποιός εἶναι;· что же тут \такойо́го? τί τό παράξενο βλεπετε;· что же это \такойо́е? ὀίλλο πάλι αὐτό;· и все \такойо́е разг καί τά παρόμοια· \такойсяко́й разг ὁ πήξε κι ὁ δείξε.

    Русско-новогреческий словарь > такой

  • 16 точно

    точно I
    нареч μέ ἀκρίβεια, ἀκριβώς/ πιστά, σωστά (верно):
    \точно переводить μεταφράζω μέ ἀκρίβεια, μεταφράζω πιστά· \точно выполнить поручение ἐκτελώ πιστά τήν ἐντολή· \точно переписа́ть что́-л. ἀντιγράφω κάτι ἀκριβώς· \точно так же как... ἀκριβώς ὅπως...· \точно такой же ὁ ἰδιος ακριβώς, ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος· ◊ так \точно! воен. μάλιστα!
    точно II
    нареч
    1. (подобно) σάν, ὠς:
    \точно сумасшедший σάν τρελλός·
    2. (как будто) λές καί, σάν νά:
    \точно он писа́ть не умеет λες καί δέν ξέρει νά γράφει.

    Русско-новогреческий словарь > точно

  • 17 сам

    [σάμ] αντ εγώ ο ίδιος, αυτός ο ίδιος

    Русско-греческий новый словарь > сам

  • 18 сам

    [σάμ] αντ εγώ ο ίδιος, αυτός ο ίδιος

    Русско-греческий новый словарь > сам

  • 19 сам

    [σάμ] αντ εγώ ο ίδιος, αυτός ο ίδιος

    Русско-эллинский словарь > сам

  • 20 сам

    [σάμ] αντ εγώ ο ίδιος, αυτός ο ίδιος

    Русско-эллинский словарь > сам

См. также в других словарях:

  • ἴδιος — one s own masc nom sg ἴδιος one s own masc/fem nom sg ἴ̱διος , ἶδος sweat neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • ίδιος, -ια, -ιο — επίρρ. ίδια 1. δικός (μου, σου, του): Τοάκουσα με τα ίδια τα αυτιά μου. 2. όμοιος με τον εαυτό του: Υποφέρει από την ίδια αρρώστια. – Ψωνίζει από το ίδιο μαγαζί πάντα. 3. όμοιος με κάποιον: Η καινούρια κυβέρνηση είναι ίδια με την προηγούμενη. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιώτερον — ἴδιος one s own adverbial comp ἴδιος one s own masc acc comp sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc comp sg ἴδιος one s own masc acc comp sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc comp sg ἴδιος one s own adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτέρων — ἴδιος one s own fem gen comp pl ἴδιος one s own masc/neut gen comp pl ἴδιος one s own fem gen comp pl ἴδιος one s own masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτατα — ἴδιος one s own adverbial superl ἴδιος one s own neut nom/voc/acc superl pl ἴδιος one s own adverbial superl ἴδιος one s own neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτατον — ἴδιος one s own masc acc superl sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc superl sg ἴδιος one s own masc acc superl sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδίω — ἴδιος one s own masc/neut nom/voc/acc dual ἴδιος one s own masc/neut gen sg (doric aeolic) ἴδιος one s own masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἴδιος one s own masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἰδέω know pres subj act 1st sg (doric) ἰδέω know pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδίως — ἴδιος one s own adverbial ἴδιος one s own masc acc pl (doric) ἴδιος one s own adverbial ἴδιος one s own masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴδιον — ἴδιος one s own masc acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴδιος one s own masc/fem acc sg ἴδιος one s own neut nom/voc/acc sg ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 3rd pl (doric) ἴ̱διον , ἰδέω know imperf ind act 1st sg (doric) ἴ̱διον , ἰδίω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδίων — ἴδιος one s own fem gen pl ἴδιος one s own masc/neut gen pl ἴδιος one s own masc/fem/neut gen pl ἰ̱δίων , ἶδος sweat neut gen pl (doric) ἰδέω know pres part act masc nom sg (doric) ἰ̱δίων , ἰδίω sweat pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»