Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

έϊα

  • 1 Come

    v. intrans.
    P. and V. ἔρχεσθαι, προσέρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. βλώσκειν), προσμολεῖν ( 2nd aor. προσβλώσκειν), προσστείχειν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν.
    Have come, be come: P. and V. ἥκειν, παρεῖναι, ἐφήκειν (rare P.), Ar. and P. παραγίγνεσθαι, V. προσήκειν.
    Arrive: P. and V. φικνεῖσθαι, εἰσαφικνεῖσθαι, Ar. and V. ἱκνεῖσθαι, V. κνειν, ἐξικνεῖσθαι; see Arrive.
    Keep coming, come and go: P. and V. φοιτᾶν, V. στρωφᾶσθαι.
    Where-fore, come fire! come swords! V. πρὸς ταῦτʼ ἴτω μὲν πῦρ, ἴτω δὲ φάσγανα (Eur., Phoen. 521). Come, interj.: P. and V. γε, φέρε, θι, φέρε δή, εἶα (Plat. but rare P., also Ar.), εἶα δή (Plat. but rare P., also Ar.).
    Come about, happen, v. intrans.: P. and V. συμβαίνειν, γίγνεσθαι, συμπίπτειν; see Happen.
    Come across, light on: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχνειν (gen.); see light on.
    Come away: P. and V. πέρχεσθαι, ἀπιέναι, V. ποστείχειν; see Depart.
    Come back: P. and V. ἐπανέρχεσθαι, V. ἐπέρχεσθαι; see Return.
    Come down: P. and V. κατέρχεσθαι, Ar. and V. καθέρπειν (Soph., frag.), Ar. and P. καταβαίνειν.
    Of territory, reach: P. καθήκειν.
    Come forward: P. προέρχεσθαι, P. and V. προχωρεῖν, προβαίνειν.
    Come forward ( to speak): P. and V. ἐπέρχεσθαι, Ar. and P. παρέρχεσθαι.
    Come in, enter: P. and V. εἰσέρχεσθαι, ἐπεισέρχεσθαι, Ar. and V. εἰσβαίνειν.
    Of revenue, etc.: P. προσέρχεσθαι.
    Capitulate: see Capitulate.
    Come off, succeed, fare, of things: P. and V. προχωρεῖν, χωρεῖν; of persons; P. and V. παλλάσσειν.
    They have come off worse than we did: P. χεῖρον ἡμῶν ἀπηλλάχασι (Dem. 246).
    Come on: Ar. and P. ἐπιγίγνεσθαι; see also Approach, Grow.
    Of a storm: P. ἐπιγίγνεσθαι, κατιέναι, γίγνεσθαι.
    Come out: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐκβαίνειν (rare P. in lit. sense).
    met., turn out, issue: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν.
    Come out to battle: P. ἐπεξέρχεσθαι εἰς μάχην.
    Come over ( of a feeling coming over one): P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.), V. πέρχεσθαι (acc.), φέρπειν (acc.); see steal over.
    Join as ally: P. προσχωρεῖν.
    Come round, change: P. and V. μεθίστασθαι, P. περιίστασθαι.
    Recover: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν; see Recover.
    Come round to the same place ( in argument): P. εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι (Plat., Gorg. 517C).
    Come short: see Short.
    Come to, recover: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν; see Recover.
    Come to yourself: V. ἐν σαυτῷ γενοῦ (Soph., Phil. 950).
    Coming to yourselves even at the eleventh hour: ὑμῶν αὐτῶν ἔτι καὶ νῦν γενόμενοι (Dem. 26).
    Come to pass: see Happen.
    Come to the same thing: Ar. and P. ταὐτὸ δνασθαι.
    Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.
    Come up: P. and V. νέρχεσθαι.
    Approach: P. and V. ἐπέρχεσθαι; see Approach.
    Happen: see Happen.
    Come up to: see Reach.
    Come upon, attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), προσπίπτειν (dat.); see Attack.
    Of misfortune, etc.: P. and V. ἐπέρχεσθαι (dat.), προσπίπτειν (dat.).
    Light upon: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχνειν (gen.), προσπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχνειν (gen. or dat.), P. περιπίπτειν (dat.), V. κιγχνειν (acc. or gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Come

  • 2 Now

    adv.
    At the present moment: P. and V. νῦν, τὸ νῦν, τὰ νῦν, νυν (Eur., Supp. 306, but rare V. also Ar.).
    Just now: P. and V. νῦν, ἄρτι, ἀρτίως, νέον, νεωστ; see under Just.
    Already: P. and V. ἤδη.
    As things are: P. and V. νῦν.
    Now... then: Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μέν... ποτὲ δέ, P. and V. τότε... ἄλλοτε.
    Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.
    Till now: see Hitherto.
    As connecting particle: P. and V. οὖν, μὲν οὖν, γαρ.
    Come now: P. and V. φέρε, φέρε δή, γε, εἶα, εἶα δή.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Now

  • 3 Then

    adv.
    At that time: P. and V. τότε, ἐνταῦθα.
    At that moment: P. and V. τηνικαῦτα.
    After that: P. and V. ἔπειτα, εἶτα.
    From then: P. and V. ἐνθένδε.
    Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου.
    Until then: P. μέχρι τότε.
    Now... then: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μέν... ποτὲ δέ.
    Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.
    In that case: P. ἐκείνως.
    ——————
    conj.
    Therefore: P. and V. οὖν, οὐκοῦν, τοίνυν, τοίγαρ; see Therefore.
    In questions: P. and V. δῆτα.
    In strong prohibitions: P. and V. δῆτα (Dem. 574 and 575; Eur., Med. 336).
    After all: P. and V. ρα, V. ἆρα.
    Come then: P. and V. φέρε, φέρε δή, γε, εἶα, εἶα δή; see Come.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Then

См. также в других словарях:

  • εἴα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εία — εἶα (Α) (επιφώνημα παρακελευσματικό) 1. έλα λοιπόν, εμπρός 2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» έλα λοιπόν) 3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • εἵα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἷα — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐία — ἐΐα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶα — on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»