Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έξι

  • 1 έξι

    [экси] αριθμ. шесть

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έξι

  • 2 шестерик

    α.
    1. εξάρι, μέτρο έξι μονάδων•

    шестерик пшеницы έξι πούτια σιταριού•

    вер-вка шестерик τριχιά με έξι κλωνιά.

    2. ζεύξη έξι αλόγων μαζί•

    карета запряжнная -ом αμάξι ζευγμένο με έξι άλογα.

    Большой русско-греческий словарь > шестерик

  • 3 вшестеро

    επίρ.
    έξι φορές, εξάκις, στα έξι, σε έξι μέρη•

    сложить вшестеро διπλώνω στα έξι.

    Большой русско-греческий словарь > вшестеро

  • 4 шестёрка

    θ.
    1. ο αριθμός 6. || (για ορισμένα μέσα μεταφοράς) το έξι (6). || εξάδα•

    дружная шестёрка μονοιασμένη εξάδα.

    2. (για παιγνιόχαρτα, ζάρια κλπ.) το εξάρι, η εξάρα.
    3. ζεύξη έξι αλόγων•

    карета -ой αμάξι με έξι (ζευγμένα) άλογα.

    || βάρκα εξάκωπη.

    Большой русско-греческий словарь > шестёрка

  • 5 без

    без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε
    * * *
    χωρίς, δίχως

    без исключе́ния — χωρίς εξαίρεση

    без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία

    без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε

    Русско-греческий словарь > без

  • 6 шестой

    шестой έκτος· \шестойого числа στις έξι του μήνα
    * * *

    шесто́го числа́ — στις έξι του μήνα

    Русско-греческий словарь > шестой

  • 7 шесть

    Русско-греческий словарь > шесть

  • 8 шестерной

    επ.
    1. εξαπλούς, εξαπλάσιος (αποτελούμενος από έξι όμοια μέρη).
    2. έξι φορές μεγαλύτερος•

    -ое количество εξαπλάσια ποσότητα.

    Большой русско-греческий словарь > шестерной

  • 9 шестью

    επίρ.
    έξι φορές•

    шестью пять шестью тридцать έξι φορές το πέντε = τριάντα.

    Большой русско-греческий словарь > шестью

  • 10 нонпарель

    (полигр) τα τυπογραφικά στοιχεία του ύψους των έξι στιγμών (περίπου 2,25 χιλ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нонпарель

  • 11 шестёрка

    1. (число, цифра) (о αριθμός) έξι 2. (группа из шести человек, элементов) η εξάδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шестёрка

  • 12 идеализация

    идеализация
    ж ἡ ἐξι-δανίκευση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > идеализация

  • 13 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 14 проба

    проб||а
    ж
    1. (действие) ἡ δοκιμή, ἡ πρόβα:
    \проба сил ἡ δοκιμή τῶν δυνάμεων \проба голоса ту δοκιμή τής φωνής· \проба пера τό πρωτόλειο[ν], τό δοκίμιο[ν]· взять на \пробау παίρνω γιά δοκιμή·
    2. (образчик) τό δείγμα·
    3. (клеймо на благородных металлах) ἡ βούλλα, ἡ σφραγίδα·
    4. (золота, серебра) ὁ τίτλος:
    золото пятьдесят шестой \пробаы χρυσός μέ τίτλο πενήντα ἔξι.

    Русско-новогреческий словарь > проба

  • 15 вшестеро

    [φσέστιρα] επίρ. έξι φορές

    Русско-греческий новый словарь > вшестеро

  • 16 six point assay

    French\ \ plan d'essai comparatif à trois niveaux; essai en six points
    German\ \ Sechs-Punkt-Versuchsschema
    Dutch\ \ zes-puntssteekproef
    Italian\ \ prova dei 6 punti
    Spanish\ \ ensayo de seis puntos
    Catalan\ \ assaig de sis punts
    Portuguese\ \ ensaio de seis pontos
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ sexpunkts-assay
    Greek\ \ έξι δοκιμασία σημείο
    Finnish\ \ kuusipisteanalyysi
    Hungarian\ \ hat pont elemzés
    Turkish\ \ altı nokta denemesi
    Estonian\ \ kuuepunktikatse
    Lithuanian\ \ šešių taškų bandymas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ doświadczenie sześciopunktowe
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ sex lið prófi
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ معايير بست نقاط
    Afrikaans\ \ sespunt-yking; sespunt-essai
    Chinese\ \ 六 点 分 析
    Korean\ \ 여섯점시험, 육점시험

    Statistical terms > six point assay

  • 17 вшестеро

    [φσέστιρα] επίρ έξι φορές

    Русско-эллинский словарь > вшестеро

  • 18 вшестером

    επίρ.
    οι έξι μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > вшестером

  • 19 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 20 нонпарель

    θ.
    τυπογραφικό στοιχείο έξι στιγμών.

    Большой русско-греческий словарь > нонпарель

См. также в других словарях:

  • έξι — αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μια μονάδα. 2. σε χρονολογίες, ώρα ή ηλικία χρησιμοποιείται στη θέση του τακτ. έκτος: Στις έξι Ιανουαρίου (την έκτη ημέρα του Ιανουαρίου). – Έκλεισε τα έξι (συμπλήρωσε το έκτο έτος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξι — και έξη και εξ (AM ἕξ) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί τού τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι… …   Dictionary of Greek

  • ἕξι — ἕξις having fem voc sg ἕξῑ , ἕξις having fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιδρῷ — ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres subj mp 2nd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres ind mp 2nd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres opt act 3rd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres subj act 3rd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσει — ἐξῑλάσει , ἐξίλασις propitiation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξῑλάσεϊ , ἐξίλασις propitiation fem dat sg (epic) ἐξῑλάσει , ἐξίλασις propitiation fem dat sg (attic ionic) ἐξῑλάσει , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσκεσθε — ἐξῑ̱λάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres imperat mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιωμένον — ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόομαι become perf part mp masc acc sg ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόομαι become perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόω become perf part mp masc acc sg ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόω become perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξικμασμένα — ἐξῑκμασμένα , ἐκ ἰκμάζω filter through perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξῑκμασμένᾱ , ἐκ ἰκμάζω filter through perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξῑκμασμένᾱ , ἐκ ἰκμάζω filter through perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασκόμεθα — ἐξῑ̱λασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσασθε — ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor imperat mid 2nd pl ἐξῑ̱λάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσῃ — ἐξῑλάσηι , ἐξίλασις propitiation fem dat sg (epic) ἐξῑλάσῃ , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 2nd sg ἐξῑλάσῃ , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»