Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

έξι

  • 1 έξι

    см. έξ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξι

  • 2 έξι

    [экси] αριθμ. шесть

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έξι

  • 3 έξι

    [экси] αριθμ шесть.

    Эллино-русский словарь > έξι

  • 4 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 5 ώρα

    η
    1) час;

    τό τέταρτο της ώρας — четверть часа;

    η μισή ώρα — полчаса;

    μία ώρα πρίν... — за час до...;

    κάθε δυό ώρες каждые два часа;

    αργώ μιά ώρα — опаздывать на час;

    περιμένω ολόκληρες ώρες ждать часами;

    η ώρα είναι έξι — сейчас шесть часов;

    τί ώρα είναι; — который час?;

    κατά τη μιά η ώρα — к часу;

    πληρωμή με την ώρα — почасовая оплата;

    2) час, время;

    η ώρα της δουλείας — рабочее время;

    ελεύθερες ώρες свободные часы, свободное время;

    ακατάλληλη ώρα — неурочный час;

    οποιαδήποτε ώρα — или πάσαν ώραν — в любое время;

    τίς νυχτερινές

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώρα

  • 6 εξάμηνα

    εξάμηνα τα
    полугодичное поминовение усопших
    Этим.
    < έξι + μήνας «шесть + месяц»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εξάμηνα

  • 7 εξάψαλμος

    εξάψαλμος ο
    шестопсалмие – шесть псалмов, которые читаются в начале утрени. В них изображается, с одной стороны, величие Бога и обилие Его благодеяний к человеку, с другой – греховность человека
    Этим.
    < έξι + ψαλμός «шесть + псалом»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εξάψαλμος

См. также в других словарях:

  • έξι — αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μια μονάδα. 2. σε χρονολογίες, ώρα ή ηλικία χρησιμοποιείται στη θέση του τακτ. έκτος: Στις έξι Ιανουαρίου (την έκτη ημέρα του Ιανουαρίου). – Έκλεισε τα έξι (συμπλήρωσε το έκτο έτος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξι — και έξη και εξ (AM ἕξ) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί τού τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι») 2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι… …   Dictionary of Greek

  • ἕξι — ἕξις having fem voc sg ἕξῑ , ἕξις having fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιδρῷ — ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres subj mp 2nd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres ind mp 2nd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres opt act 3rd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres subj act 3rd sg ἐξῑδρῷ , ἐκ ἱδρόω sweat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσει — ἐξῑλάσει , ἐξίλασις propitiation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξῑλάσεϊ , ἐξίλασις propitiation fem dat sg (epic) ἐξῑλάσει , ἐξίλασις propitiation fem dat sg (attic ionic) ἐξῑλάσει , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσκεσθε — ἐξῑ̱λάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres imperat mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιωμένον — ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόομαι become perf part mp masc acc sg ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόομαι become perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόω become perf part mp masc acc sg ἐξῑωμένον , ἐκ ἰόω become perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξικμασμένα — ἐξῑκμασμένα , ἐκ ἰκμάζω filter through perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξῑκμασμένᾱ , ἐκ ἰκμάζω filter through perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξῑκμασμένᾱ , ἐκ ἰκμάζω filter through perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασκόμεθα — ἐξῑ̱λασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσασθε — ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor imperat mid 2nd pl ἐξῑ̱λάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσῃ — ἐξῑλάσηι , ἐξίλασις propitiation fem dat sg (epic) ἐξῑλάσῃ , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 2nd sg ἐξῑλάσῃ , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»