-
1 έμπιστος
[эмбистос] εκ. доверенный, верный, преданный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έμπιστος
-
2 доверенный
έμπιστος, εξουσιοδοτημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доверенный
-
3 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
4 доверенный
επ. από μτχ.έμπιστος, πιστός, μπιστευμένος, μπιστικός.ουσ. έμπιστος. -
5 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
6 надежный
надежн||ыйприл στερεός, σταθερός (солидный, прочный)! σίγουρος, πιστός, ἀξιόπιστος (верный)! ἀσφαλής (безопасный):\надежныйые войска τά πιστά στρατεύματα· \надежныйый фундамент τό στερεό θεμέλιο· \надежныйный помощи́ик ὁ πιστός βοηθός· \надежныйый друг ὁ Εμπιστος φίλος· \надежныйая опора τό σταθερό στήριγμα· в \надежныйом месте ἐν ἀσφαλεία, σέ σίγουρο μέρος. -
7 поверенный
поверенныйм1. ὁ πληρεξούσιος:\поверенный в делах ὁ ἐπιτετραμμένος·2. (наперсник) ὁ Εμπιστος. -
8 приближениеенный
приближение||енный1. прил мат κατά προσέγγισιν2. м ὁ οίκεῖος, ὁ δικός, ὁ ἔμπιστος / εὐνοούμενος (фаворит). -
9 верный
[βιέρνυϊ] επ. έμπιστος -
10 верный
[βιέρνυϊ] επ. έμπιστος -
11 верный
[βιέρνυϊ] επ έμπιστος -
12 верный
[βιέρνυϊ] επ έμπιστος -
13 благонадежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπαλ. έμπιστος, αξιόπιστος, βέβαιος, σίγουρος, βάσιμος.εκφρ.будьте -ы – να είστε σίγουροι, μην αμφιβάλλετε καθόλου. -
14 конфидент
-а α.-ка, -и θ. παλ. έμπιστος, -η. -
15 надёжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σίγουρος, βάσιμος• αξιόπιστος, πιστός•надёжный человек σίγουρος άνθρωπος•
надёжный слуга πιστός υπηρέτης•
-ая опора σίγουρο στήριγμα•
надёжный друг έμπιστος φίλος.
2. σταθερός, στερεός, γερός, εδραίος•-ые фунтаменты γερά θεμέλια.
|| ασφαλής•-ые средства ασφαλή μέσα•
спрятать в -ом месте κρύβω σε ασφαλές μέρος.
-
16 наперсник
-а α.1. παλ. έμπιστος, αξιόπιστος, εχέγγυος, βάσιμος.2. (θεατρ.) πρόσωπο προσκείμενο στο πρωταγωνιστή, -τρία. -
17 поверенный
-
18 свой
своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•
любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•
он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•
встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•
сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•
я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•
я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•
делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•
это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..
2. συγγενής, οικείος•приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•
он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•
я был у своих ήμουν στους δικούς•
здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).
|| έμπιστος•свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).
εκφρ.по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).
См. также в других словарях:
έμπιστος — η, ο 1. που εμπνέει εμπιστοσύνη, που τον εμπιστεύεται κανείς, πιστός: Έμπιστος υπηρέτης. 2. το αρσ. ως ουσ., έμπιστος άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης κάποιου, προσκολλημένος γι αυτό στην προσωπική του υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπιστος — η, ο 1. αυτός ο οποίος εμπνέει εμπιστοσύνη, προς τον οποίο τρέφει κανείς εμπιστοσύνη 2. ως ουσ. εκείνος τον οποίο εμπιστεύεται κάποιος … Dictionary of Greek
έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν … Dictionary of Greek
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς … Dictionary of Greek
δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) … Dictionary of Greek