Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

άσπρο

  • 1 άσπρο(ν)

    τό
    1) πλ. деньги; чистоган;

    τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα — за деньги и звёзды с неба достанешь;

    2) перен. ничтожное количество, капля;

    δεν αξίζει άσπρο(ν) — не имеет никакой ценности;

    αυτός δεν έχει άσπρου ντροπή — у него стыда ни на грош нет;

    αυτός δεν έχει άσπρου γνώση — у него ни капли здравого смысла; — он совсем безмозглый;

    3) белый цвет,, белое;

    τό άσπρο(ν) λερώνει εύκολα — белое легко пачкается;

    4) виноград (один из сортов);
    5) белок яйца; 6) ист. мелкая монета (византийская, турецкая, кипрская);

    § άσπρο στοπουγγί, ψάρια στο βουνί — посл, есть в мошне, так будет и в квашне

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσπρο(ν)

  • 2 άσπρο(ν)

    τό
    1) πλ. деньги; чистоган;

    τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα — за деньги и звёзды с неба достанешь;

    2) перен. ничтожное количество, капля;

    δεν αξίζει άσπρο(ν) — не имеет никакой ценности;

    αυτός δεν έχει άσπρου ντροπή — у него стыда ни на грош нет;

    αυτός δεν έχει άσπρου γνώση — у него ни капли здравого смысла; — он совсем безмозглый;

    3) белый цвет,, белое;

    τό άσπρο(ν) λερώνει εύκολα — белое легко пачкается;

    4) виноград (один из сортов);
    5) белок яйца; 6) ист. мелкая монета (византийская, турецкая, кипрская);

    § άσπρο στοπουγγί, ψάρια στο βουνί — посл, есть в мошне, так будет и в квашне

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσπρο(ν)

  • 3 Φυλάτε τον άσπρο παρά για τη μαύρη μέρα

    Береги копейку про черный день
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φυλάτε τον άσπρο παρά για τη μαύρη μέρα

  • 4 Χίλια λόγια, ένα άσπρο

    Зря болтать – только время тратить
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χίλια λόγια, ένα άσπρο

  • 5 άσπρος

    η, ο
    1) белый;

    άσπρο ψωμί (μάρμαρο) — белый хлеб (мрамор);

    2) светлый, ясный, яркий;

    άσπρος ουρανός — ясное нёбо;

    άσπρη μέρα — яркий день;

    3) белокожий (о человеке); с белой шерстью (о животных);
    4) поблёкший, выцветший (о буквах);

    § βγαίνω με άσπρο πρόσωπο — не опозориться;

    δεν είδαμε άσπρη μέρα — не было у нас ни одного неомрачённого дня;

    ντύνομαι στ' άσπρα — надевать белую одежду, нарядиться в белое;

    παρουσιάζω το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο — называть белое чёрным и чёрное белым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσπρος

  • 6 λόγια

    τα
    1) слова; разговор;

    έχω να σας πω δυό λόγια — мне нужно вам сказать два слова;

    2) толки, слухи;

    λόγια του κόσμου — сплетни;

    § λόγια μετρημένα — немногословно, но веско;

    λόγια παχ(ε)ιά ( — или μεγάλα) — высокопарные, громкие слова; — хвастливые речи;

    κακά λόγια — сквернословие;

    λόγια του αέρα — пустая болтовня;

    τέτοια ώρα τέτοια λόγια — теперь уже поздно говорить об этом, что теперь можно сказать;

    είναι όλο λόγια — это только одни слова, одни обещания;

    είναι μόνο λόγια — одни слова; — пустые угрозы;

    άλλα λόγια ( — давайте) переменим тему разговора;

    μασάω τα λόγια μου — мямлить, выражаться неясно, двусмысленно; — уклончиво отвечать;

    παίρνω λόγια — а) выспрашивать; — б) узнавать стороной;

    βάζω λόγια — наговаривать, ссорить; — строить козни;

    δεν βρίσκω λόγια... — нет слов..., не нахожу слов (чтобы)...;

    χάνω τα λόγια μου — говорить впустую, тратить слова попусту;

    πιστεύω στα λόγια — верить на слово;

    περνώ από τα λόγια στην πράξη — переходить от слов к делу;

    ρίχνω λόγια στον αέρα — бросать слова на ветер;

    δεν μού αρέσουν τα λόγια — я не люблю пустых слов;

    (δεν) μετρώ τα λόγια μου — быть (не)сдержанным на язык;

    δεν παίρνει από λόγια — он слов не понимает, он никого не слушается, с ним ничего не поделаешь;

    ήρθαμε σε λόγια — мы повздорили, поссорились;

    με άλλα λόγια — а) другими словами, иначе говоря; — б) то есть;

    με λίγα λόγια — а) в нескольких словах, вкратце; — б) короче говори;

    με δυό λόγια ( — одним) словом;

    λίγα λόγια! παρακαλώ! — прошу короче!;

    τα πολλά λόγια είναι φτώχεια — погов, много слов — мало дела; — в многословии не без пустословия;

    χίλια λόγια ένά άσπρο — погов, не стоит тратить столько слов; — зря болтать — только время терять

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγια

  • 7 ψωμί

    τό
    1) хлеб;

    ψωμί σιταρένιο — пшеничный хлеб;

    άσπρο (μαύρο, μπαγιάτικο) ψωμί — белый (чёрный, чёрствый) хлеб;

    ένα κομμάτι ψωμίломоть или кусочек хлеба;

    ψωμί μονό — ока хлеба;

    ψωμί διπλό — два ока хлеба;

    2) хлеб; еда, кушанье, пища;

    έφαγε ψωμί — к' έφυγε αμέσως — поел и сейчас же ушёл;

    § βγάζω το ψωμί μου — зарабатывать свой хлеб, зарабатывать себе на пропитание;

    στερώто ψωμί κάποιου — отнимать хлеб у кого-л.;

    παίρνω το ψωμί κάποιου — отбивать у кого-л. хлеб;

    έχω το ψωμί μου — иметь свои с;

    редства; иметь средства существования;

    τρώγω ψωμί και σουγιά — перебиваться с хлеба на квас;

    δεν έχει ψωμί να φάει — он голодает;

    αυτή η δουλειά έχει ψωμί — это хлебная должность;

    λίγα είναι τα ψωμιά του — он долго не протянет;

    φάγαμε ψωμί κι' αλάτι μαζί — мы с ним вместе пуд соли съели; — мы с ним старые друзья;

    θα φδς πολλά ψωμιά ακόμα — а) придётся тебе ещё потрудиться; — б) тебя ещё многое ожидает, тебе ещё многое придётся увидеть;

    ψωμί δεν εχουμε, ρεπανάκια γιά την όρεξη γυρεύομε — погов, ест орехи, а на зипуне прорехи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψωμί

См. также в других словарях:

  • Άσπρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βάμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 794 κάτ.) στην πρώην επαρχία Εδέσσης του νομού Πέλλης.… …   Dictionary of Greek

  • άσπρο — το παλιό τουρκικό νόμισμα ασημένιο (απ αυτό και το ελληνικό όνομά του) μικρής αξίας· στον πληθ., άσπρα τα χρήματα, η περιουσία: Τ άσπρα κατεβάζουν τ άστρα (όταν έχεις χρήματα, όλα είναι δυνατά), παροιμ. φράση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άσπρο Χωριό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 166 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»