-
1 άδεια
[адья] ουσ. Θ. разрешение, отпуск.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άδεια
-
2 отпуск
-а, πλθ. -а α.1. άφεση, απόλυση.2. άρση (απαγόρευσης, περιορισμών).3. χαλάρωση, λασκάρισμα, ξέσφιγμα. || (για γένεια, μουστάκια)• άφημα.4. έκδοση, χορήγηση. || παραχώρηση• ψήφιση κονδυλίου. || παράδοση. || πώληση. || τρόχισμα, ακόνισμα.5. άδεια•трудовой отпуск εργατική άδεια•
получать отпуск παίρνω άδεια•
быть в -е είμαι σε άδεια•
уйти в -е πηγαίνω σε άδεια•
декретный отпуск άδεια τοκετού•
долгосрочный отпуск μακρά άδεια•
твбрче-ский отпуск άδεια συγγραφική ή καλλιτεχνική.
6. συγχώρηση, άφεση (αμαρτιών).(τεχ.) άφημα, έκθεση (για να δέσει το ατσάλι).7. το στέλεχος (διπλοτύπου κ.τ.τ.). -
3 отпуск
отпуск м η άδεια; оплачиваемый \отпуск η άδεια με πλήρεις αποδοχές· декретный \отпуск η άδεια τοκετού* * *мη άδειαопла́чиваемый о́тпуск — η άδεια με πλήρεις αποδοχές
декре́тный о́тпуск — η άδεια τοκετού
-
4 позволение
позволение с η άδεια· просить \позволениея ζητώ άδεια· с вашего \позволениея με την άδεια σας* * *сη άδειαпроси́ть позволе́ниея — ζητώ άδεια
с ва́шего позволе́ниея — με την άδειά σας
-
5 позволение
-я ουδ.άδεια, έγκριση•уехать без -я φεύγω χωρίς άδεια•
просить -я ζητώ άδεια•
дать позволение δίνω άδεια.
|| επιτρέπω•получить позволение παίρνω άδεια.
εκφρ.с -я сказать – (παρνθ. λ.) με την άδεια σας να πω, επιτρέψτε μου να πω. -
6 отпуск
отпускм1. (служебный и т. ἡ.) ἡ ἄδεια:\отпуск по болезии ἄδεια (λόγω) ἀσθενείας· декретный \отпуск ἡ ἄδεια πρό τοῦ το-κετοῦ· творческий \отпуск ἄδεια γιά ἐπιστημονική συγγραφική ἡ καλλιτεχνική δουλειά· находиться в \отпуске βρίσκομαι σέ ἄδεια·2. (товара, электроэнергии и т. п.) ἡ χορήγηση [-ις] / ἡ παράδοση [-ις] (тк. пред-петое)·3. тех. (стали) τό δέσιμο. -
7 разрешение
разрешение с (позволение) η άδεια, η συγκατάθεση· с вашего \разрешениея με την άδεια σας* * *с( позволение) η άδεια, η συγκατάθεσηс ва́шего разреше́ния — με την άδειά σας
-
8 разрешение
разреш||ениес1. (позволение) ἡ ἄδεια:получить \разрешениеение на что́-л. παίρνω ἄδεια· давать \разрешениеение δίνω (τήν) ἄδεια· с вашего \разрешениеения μέ τήν ἄδεια σας·2. (задачи, проблемы) ἡ λύση [-ις], ἡ ἐπίλυση[-ις], ὁ διακανονισμός, ἡ διευθέτηση [-ις]· ◊ \разрешениеение от бремени ὁ τοκετός. -
9 разрешение
-я ουδ.1. άδεια• έγκριση•покажите ваше разрешение δείξτε την άδεια σας•
разрешение на охотничье оружие άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου•
давать разрешение δίνω (χορηγώ) άδεια.
2. λύση, -ιμο•верное разрешение проблемы σωστή λύση τουπροβλήματος.
|| διακανονισμός, επίλυση•разрешение противоречий επίλυση των αντιθέσεων.
3. παλ. • απαλλαγή• ελευθέρωση. -
10 таможня
το τελωνεί/οразрешение - и на ввоз{}вывоз{} товара άδεια του - ου για εισαγωγή/εξαγωγή εμπορευμάτωνразрешение - и на выдачу груза со склада άδεια του - ου για παραλαβή φορτίου από την αποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таможня
-
11 пропуск
пропускм1. (действие) ἡ ἄδεια είσό-δου (διόδου, διαβάσεως) (куда-л.)Ι ἡ παράλειψη (буквы и т. ἡ.)Ι ἡ ἀπουσία (неявка):\пропуск урока ἡ ἀπουσία ἀπό τό μάθημα·2. (пробел) ἡ παράλειψη [-ις], τό κενό[ν]·3. (документ) ἡ γραπτή ἀδεια είσόδου (διαβάσεως, διόδου):· предъявить \пропуск παρουσιάζω ἄδεια είσόδου (διόδου, διαβάσεως). -
12 право
право 1-а, πλθ. -а ουδ.1. δικαίωμα•избирательное право εκλογικό δικαίωμα•
гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•
право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•
право на труд δικαίωμα εργασίας•
право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•
-а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•
лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•
не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.
2. δίκαιο•буржуазное право αστικό δίκαιο•
международное право διεθνές δίκαιο•
уголовное право ποινικό δίκαιο.
3. άδεια•водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•
право на охоту άδεια κυνηγίου.
εκφρ.в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•на -ах – με την ιδιότητα•по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•на равных правах – με ίσα δικαιώματα.право 2(παρνθ. λ.).1. πραγματικά, αλήθεια.2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•право слово λόγω τιμής.
-
13 пропуск
-а α.1. άδεια/εισόδου, διέλευσης, διόδου. || παράλειψη•пропуск слова в тексте παράλειψη λέξης στο κείμενο.
2. άδεια έγγραφη•покажите ваш пропуск δείξτε την άδεια σας.
3. βλ. пароль.4. απουσία•посещать занятия без -а παρακολουθώ τα μαθήματα χωρίς απουσίες.
-
14 спросить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спрошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, να πληροφορηθώ•спросить фамилию ρωτώ ποιο είναι το επώνυμο•
спросить о здоровье ρωτώ για την υγεία, εξετάζω, σηκώνω μαθητή να πει το μάθημα.
2. ζητώ να μου δοθεί•спросить разрешение ζητώ άδεια•
спросить совет ζητώ συμβουλή.
3. απαιτώ•сколько за это спросишь? πόσο θα ζητήσεις γι αυτό;
1. ζητώ (άδεια να κάνω κάτι), ρωτώ•кого ты -ился? ποιόν ρώτησες; από ποιόν πήρες άδεια;•
-ись у начальника ρώτησε το διευθυντή (προϊστάμενο).
2. ζητώ ευθύνες, λόγο, λογαριασμό•ты виновен, а -осится у меня εσύ φταις, όμως από μένα θα ζητήσουν ευθύνες.
3. βλ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
15 ввоз
(из-за границы) η εισαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ввоз
-
16 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
17 патент
το προνόμι/ο ευρεσιτεχνίαςτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η πατέντα (ξεν.)лицензия на - άδεια/έγκριση για το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патент
-
18 виза
виза ж η βίζα, η θεώρηση· \виза на въезд (на выезд) η βίζα εισόδου ( η άδεια για αναχώρηση)· выдать (получить) \визау χορηγώ ( παίρνω) βίζα* * *жη βίζα, η θεώρησηви́за на въезд (на вы́езд) — η βίζα εισόδου (η άδεια για αναχώρηση)
вы́дать (получи́ть) ви́зу — χορηγώ (παίρνω) βίζα
-
19 декретный
-
20 лицензия
См. также в других словарях:
ἀδεία — ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείᾳ — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεια — freedom from fear fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
άδεια — η 1. συγκατάθεση που δίνεται σε κάποιον για κάτι: Έχεις την άδεια να έρχεσαι όποτε θέλεις στο σπίτι μου. 2. δικαίωμα που δίνεται από κάποια αρχή για οποιοδήποτε σκοπό: Είναι ξένος, αλλά πήρε άδεια εργασίας στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδειά — η 1. διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία: Μακάρι να είχα αδειά σήμερα! 2. διαθέσιμος χώρος, ευρυχωρία: Δεν έχουμε αδειά στο σπίτι για να σας κρατήσουμε να κοιμηθείτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁδεῖα — ἁ̱δεῖα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδείᾳ — ἁ̱δείᾱͅ , ἡδύς pleasant fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… … Dictionary of Greek
ἀδείας — ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείαι — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)