-
1 παιδεία
[пэдиа] ουσ. 0. воспитание, образование, просвещение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παιδεία
-
2 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός -
3 просвещение
просвещение с η διαφώτιση, η μόρφωση, η παιδεία· политическое \просвещение масс η πολιτική διαφώτιση του λαού* * *сη διαφώτιση, η μόρφωση, η παιδείαполити́ческое просвеще́ние масс — η πολιτική διαφώτιση του λαού
-
4 просвещение
-я ουδ.παιδεία• εκπαίδευση• μόρφωση•министерство -я υπουργείο παιδείας•
народное просвещение λαϊκή παιδεία.
|| διαφώτιση•масс διαφώτιση των μαζών.
εκφρ.эпоха -я – η εποχή του διαφωτισμού (17-18 αι.). -
5 культура
1. (достижения общества) о (πνευματικός) πολιτισμός, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια 2. (вид растения) το είδος (καλλιέργειας)зерновые - ы τα δημητριακά (πλ.)3. (совокупность сельскохозяйственных методов) η μέθοδος (της) αγροτικής καλλιέργειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > культура
-
6 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
7 пропедевтика
η προπαίδευση, η προ-παιδείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропедевтика
-
8 гуманитарный
гуманитарн||ыйприл ἀνθρωπιστικός:\гуманитарныйые науки οἱ ἀνθρωπιστικές (или ὁΐ ίστόρικο-φιλολογικές) ἐπιστήμες, ἡ ἀνθρωπιστική παιδεία. -
9 просвещение
просвещ||ениес ἡ μόρφωση [-ις], ἡ παιδεία, ἡ διαφώ-τιση [-ις]· Министерство \просвещениеения τό Ύπουρ-γεῖο[ν] παιδείας· политическое \просвещениеение ἡ πολιτική διαφώτιση· век \просвещениеения ὁ αἰώνας τοῦ διαφωτισμοῦ. -
10 просвещение
[πρασβιεστσιένιιε] ουσ. ο. μόρφωση, παιδεία -
11 statistical literacy
French\ \ littératie statistiqueGerman\ \ statistisches TextverständnisDutch\ \ statistische geletterdheidItalian\ \ cultura statisticaSpanish\ \ cultura estadísticaCatalan\ \ -Portuguese\ \ literacia estatísticaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ statistisk allmänbildningGreek\ \ στατιστική παιδείαFinnish\ \ tilastojen lukutaitoHungarian\ \ -Turkish\ \ istatistiksel okur-yazarlıkEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ статистическая грамотностьUkrainian\ \ Статистична грамотністьSerbian\ \ статистичка писменостIcelandic\ \ tölfræðilegra læsiEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ المعرفة الاحصائيةAfrikaans\ \ statistiese geletterdheidChinese\ \ -Korean\ \ - -
12 просвещение
[πρασβιεστσιένιιε] ουσ ο μόρφωση, παιδεία -
13 образование
-я ουδ.σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•
образование государства δημιουργία του κράτους.
-я ουδ.μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
среднее образование μέση εκπαίδευση•
высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•
право на образование δικαίωμα μόρφωσης•
дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•
специальное образование ειδική μόρφωση.
-
14 просвещённость
-и θ.μόρφωση, παιδεία.
См. также в других словарях:
παιδεία — παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc/acc dual παιδείᾱ , παιδεία rearing of a child fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείᾳ — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιδεία — (paideia) (греч.) воспитание; культура. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
παιδεία — η η εκπαίδευση, η μόρφωση: Η παιδεία συντελεί όσο τίποτε άλλο στην πρόοδο των λαών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδεῖα — παίδειος of neut nom/voc/acc pl παιδεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδεια — παίδειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιδεία τῶν ἐν ἡμῖν μόνον ἐστὶν ἀθάνατον. — См. Ученье свет, а неученье тьма … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παιδείας — παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem acc pl παιδείᾱς , παιδεία rearing of a child fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείαι — παιδείᾱͅ , παιδεία rearing of a child fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδείαν — παιδείᾱν , παιδεία rearing of a child fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)