Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κόρη

  • 21 зеница

    [ζινίτσα] ουσ. θ. κόρη του ματιού

    Русско-греческий новый словарь > зеница

  • 22 зрачок

    [ζρατσόκ] ουσ. α. κόρη του οφθαλμού

    Русско-греческий новый словарь > зрачок

  • 23 дочка

    [ντότσκα] ста θ. κόρη

    Русско-эллинский словарь > дочка

  • 24 зеница

    [ζινίτσα] ουσ θ κόρη του ματιού

    Русско-эллинский словарь > зеница

  • 25 зрачок

    [ζρατσόκ] ουσ α κόρη του οφθαλμού

    Русско-эллинский словарь > зрачок

  • 26 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 27 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 28 девица

    θ.
    κορίτσι, κόρη, κοπέλλα• δεσποινίδα, κορασίδα.
    εκφρ.
    в -ах – όταν ήμουν κορίτσι (ανύπαντρη)•
    красная девица – ντροπαλή κοπέλλα, κορίτσι παρθενικού ήθους.

    Большой русско-греческий словарь > девица

  • 29 девушка

    θ.
    κορίτσι, κόρη, νεανίδα, δεσποινίδα. || παλ. υπηρέτρια, καμαριέρα.
    εκφρ.
    красная девушкаβλ. ίδια εκφρ. στη λ. девица.

    Большой русско-греческий словарь > девушка

  • 30 дочь

    γεν. κ. δοτ. дочери, οργν. дочерью, πλθ. дочери, дочерей, дочерям, дочерьми, о дочерях θ. θυγατέρα, κόρη•

    единственная μοναχοκόρη.

    εκφρ.
    дочь евы – θυγατέρα της Εύας (γυναίκα πολύ περίεργη).

    Большой русско-греческий словарь > дочь

  • 31 зрачок

    -чка α. κόρη του οφθαλμού.

    Большой русско-греческий словарь > зрачок

  • 32 крёстный

    επ.
    ανάδοχος•

    крёстный отец νουνός•

    -ая мать νουνά•

    крёстный сын ο γιος του νουνού•

    -ая сестра η κόρη του νουνού•

    крёстный брат; -ая сестра αυτοί που έχουν τον ίδιο νουνό.

    ουσ. -
    -ая νουνός, νουνά.

    Большой русско-греческий словарь > крёстный

  • 33 лелеять

    -ею, -ешь
    ρ.δ. μ. κανακεύω, θωπεύω, χαϊδεύω. || μτφ. περί πολλλού ποιούμαι, ακριβό θωρώ,(τον, την κλπ.) έχω μη στάξει και μη βρέξει. || μτφ. τρέφω (ελπίδες, όνειρα κ.τ.τ.).
    μτφ. γλυκαίνω, ηδύνω, ευφραίνω, τέρπω.
    εκφρ.
    лелеять как зеницу ока – κοιτάζω (προσέχω) σαν κόρη οφθαλμού.
    χαϊδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лелеять

  • 34 маменькин

    -а, -о
    επ.
    βλ. мамашин.
    εκφρ.
    маменькин сынок; -а дочь – α) αγόρι ή κόρη που μοιάζουν καταπληκτικά τη μάνα τους ίδιος ή ίδια η μάνα. του (της) β) παραχαϊδεμένος, -η

    Большой русско-греческий словарь > маменькин

  • 35 обмануть

    -ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•

    обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•

    я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•

    не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.

    || μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•

    он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.

    2. (για συζυγούς) απατώ.
    3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.
    1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.
    2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обмануть

  • 36 ослабеть

    ρ.σ.
    1. εξασθενώ, αδυνατίζω, ατονώ•

    дочь не кушает, она совсем -ла η κόρη δεν τρώγει, αυτή τελείως (πάρα πολύ) αδυνάτισε•

    моя память -ла η μνήμη μου εξασθένησε.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω•

    ветер -л ο άνεμος αδυνάτισε (ξέπεσε).

    || γίνομαι λιγότερο αυστηρός, -σκληρός, -δριμύς.
    3. ξεσφίγγω, -ομαι, χαλαρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ослабеть

  • 37 охватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•

    охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•

    мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.

    2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.
    3. τυλίγω•

    плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.

    || (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.
    4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•

    забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.

    5. τραβώ, προσελκύω.
    εκφρ.
    охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω.

    Большой русско-греческий словарь > охватить

  • 38 панна

    θ.
    1. ανύπαντρη κόρη τσιφλικά.
    2. δεσποινίδα.

    Большой русско-греческий словарь > панна

  • 39 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 40 тревожить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.μ.
    1. φοβίζω, ανησυχώ•

    меня -жит отсуствие писем от дочери ανησυχώ που δεν παίρνω γράμματα από την κόρη.

    2. διασαλεύω, διαταράσσω•

    тревожить тишину διαταράσσω την ησυχία.

    3. θίγω, εγγίζω• πειράζω•

    тревожить рану εγγίζω την πληγή.

    εκφρ.
    φοβούμαι, ανησυχώ•

    тревожить за сана ανησυχώ για το παιδί.

    || θορυβούμαι, ταράσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тревожить

См. также в других словарях:

  • κόρη — girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) κορέω satiate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρῃ — κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρηι , κόρις bug masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — η 1. κορίτσι, κοπέλα. 2. άγαμη γυναίκα. 3. το στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορῇ — κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg (epic) κορέω satiate pres subj mp 2nd sg κορέω satiate pres ind mp 2nd sg κορέω satiate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρη — Κόρα fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρῃ — Κόρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του …   Dictionary of Greek

  • κόραι — κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»