-
1 Κυριακή
[кирьяки] ουσ. Θ. воскресенье.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Κυριακή
-
2 воскресенье
воскресенье с η Κυριακή; в \воскресенье την Κυριακή; каждое \воскресеньеκάθε Κυριακή' по \воскресеньеям τις Κυριακές* * *сη Κυριακήв воскресе́нье — την Κυριακή
ка́ждое воскресе́нье — κάθε Κυριακή
по воскресе́ньям — τις Κυριακές
-
3 вербный
вербн||ыйприл:\вербныйое воскресенье рел. τά Βάγια, ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων. -
4 воскресенье
воскресеньес ἡ Κυριακή. -
5 приходиться
приходитьсянесов1. ἐρχομαι:\приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·3. безл (причитаться):с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν5. (быть в родстве):он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα. -
6 воскресенье
[βασκρισιέν'ιε] ουσ. ο. Κυριακή -
7 воскресенье
[βασκρισιέν'ιε] ουσ ο Κυριακή -
8 вербный
επ.ιτέινος, από ιτιά.εκφρ.- ое воскресенье – ή Κυριακή των Βαΐων•- ая суббота – Σάββατο παραμονή των Βαΐων. -
9 воскресенье
-я, πλθ. γεν. -ний, δοτ. -ньямουδ.η Κυριακή, (μέρα της εβδομάδας). -
10 воскресный
επ.κυριακάτικος•воскресный день η Κυριακή•
воскресный отдых η κυριακάτικη αργία.
εκφρ.- ые школы – παλ. κυριακάτικα σχολεία (για τους ενήλικους). -
11 заговенье
-я ουδ. η Κυριακή των Απόκρεων. -
12 неделя
-и θ. (ε)βδομάδα•в году считается 52 -и ο χρόνος έχει 52 βδομάδες•
на будущей -е την ερχόμενη βδομάδα•
на прошедшей -е την περασμένη βδομάδα•
на -е αυτήν τη βδομάδα•
каждые три -и κάθε τρεις βδομάδες•
через три -и μετά τρεις βδομάδες.
|| επταήμερο.εκφρ.сыропустная неделя – Κυριακή της τυροφάγου•страстная неделя – εβδομάδα των Παθών -
13 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
См. также в других словарях:
Κυριακή — I Ημέρα της εβδομάδας. Η λέξη σημαίνει ημέρα του Κυρίου, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να αφιερώνουν στον Κύριο. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Κ. ήταν ημέρα αφιερωμένη μόνο στην Ανάσταση του Ιησού, γιατί οι χριστιανοί τηρούσαν… … Dictionary of Greek
Κυριακή — η 1. η πρώτη ημέρα της βδομάδας. 2. γυναικείο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυριακῇ — κῡριακῇ , κυριακός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριακή — κῡριακή , κυριακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελώνη και Φαρισαίου Κυριακή — Ονομασία η οποία δόθηκε από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στην Κυριακή με την οποία αρχίζει το λεγόμενο Τριώδιο και η οποία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, προοίμιο της Σαρακοστής. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός, ότι την Κυριακή αυτή διαβάζεται… … Dictionary of Greek
Ορθοδοξίας, Κυριακή — Η πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής, επειδή την ημέρα αυτή έγινε η αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842) … Dictionary of Greek
Αγία Κυριακή — Ονομασία δεκατεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 195 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χέρσου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 339 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
DOMINICA — I. DOMINICA seu Dies Dominicus, prima hebdomadis dies, Dies lucis et Dies panis Chrisost. de Resurr. Regina et princeps dierum, Iacobo; dierum Domina Sophron. Dies pacis. Theod. Studitae: Graecis Κυριακὴ, Α᾿ναςτάσιμος, βασιλὶς καὶ ὕπατος τῶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ВОСКРЕСЕНЬЕ — [Церковнослав. ; греч. κυριακή; лат. dominica], один из дней недели, в христ. Церкви празднуемый как день Воскресения Иисуса Христа. Наименования В. Совр. рус. слова «воскресенье» и «воскресение» напрямую связаны по смыслу с празднуемым в этот… … Православная энциклопедия
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· … Deutsch Wikipedia