-
1 Δημήτριος
Δημήτριος οДимитрий –1) имя некоторых святых Православной Церкви:Δημήτριος ο μεγαλομάρτυρας — великомученик Димитрий Солунский, пострадавший за Христа в г. Салоники в 3 веке от Р.Х;
2) мужское имяЭтим.< δημήτριος «относящийся к богине Деметре, сельский» -
2 Δημητριος
I3относящийся к Деметре, деметрин, т.е. сельский(βίος Aesch.)
IIдор. Δᾱμάτριος (μᾱ) ὅ Деметрий1) ὅ Φαληρεύς, афинский государственный деятель и писатель, 345-283 гг. до н.э. Plut.2) ὅ Πολιορκητής, сын Антигона, полководец и царь Македонии с 294 г. по 287 г. до н.э., ум. в 283 г. до н.э. Plut., Diod.3) ὅ Σωτήρ, царь Сирии с 162 г. по 150 г. до н.э. Polyb. -
3 Δημήτριος
{собств., 3}1. Христианин, которого тепло приветствует ап. Иоанн (Иуд. 1:23).2. Серебряник (мастер, специалист по покрытию вещей серебром) в Ефесе, поднявший мятеж против ап. Павла (Деян. 19:24, 38).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δημήτριος
-
4 Δημήτριος
{собств., 3}1. Христианин, которого тепло приветствует ап. Иоанн (Иуд. 1:23).2. Серебряник (мастер, специалист по покрытию вещей серебром) в Ефесе, поднявший мятеж против ап. Павла (Деян. 19:24, 38).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Δημήτριος
-
5 Δημήτριος
Димитрий (1. христианин; 2. серебряник (мастер, специалист по покрытию вещей серебром) в Ефесе, поднявший мятеж против ап. Павла).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Δημήτριος
-
6 Δημήτριος
-
7 προσενυφαινω
вместе вышивать или выткатьμετὰ τοῦ Διὸς καὴ τῆς Ἀθηνᾶς προσενυφῃναμένων Δημήτριος καὴ Ἀντίγονος Plut. — (покрывало) с вышитыми, рядом с Зевсом и Афиной, Деметрием и Антигоном
-
8 άγιος
άγιος, -ία, -ο (κ. άγιος, άγια, άγιο)1) святой, священный (о Боге и ангелах):το Άγιο Πνεύμα — Святой Дух,
η Αγία Τριάδα — Святая Троица,
η Αγία Οικογένεια — Святое Семейство;
2) святой, священной (то, что связано с Богом и служением Ему):η Αγία Τράπεζα — Святой Престол,
το Άγιο φως – а) фаворский, нетварный свет; б) благодатный огонь, нисходящий в Иерусалиме в храме Гроба Господня на Великую Субботу
το άγιο μύρο / Ποτήριο — святое миро / Потир;
ΦΡ.οι Άγιοι Τόποι — Святые места в Палестине и Иерусалиме, свидетельствующие о важнейших событиях жизни, страданиях и Воскресении Христаτα άγια χώματα — святая земля (места, в которых жил Иисус Христос), (перен.) священная земля для какой-либо нации, родинаη άγια νύχτα — святая ночь на Рождество Христово, название известной рождественской песни:τα παιδιά τραγουδούν την άγια νύχτα — дети поют «святую ночь»;
3) ο святой (о человеке) – христианин, проживший жизнь во Христе («εν Χριστώ»), личность которого после смерти официально признается Церковью достойной почитания вследствие святой, праведной жизни, которая часто сопровождается чудотворениями (слово пишется с большой буквы, если предстоит имени):ο Άγιος Γεώργιος / Δημήτριος — Святой Георгий / Димитрий;
ΦΡ.κάνω (κάποιον) άγιο — сильно умолять кого-то;4) церковь, которая освящена в честь какого-то святого:η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη — святая София в Константинополе;
район, который называется по имени храма, расположенного в нем:πήρε το λεωφορείο για την αγία Βαρβάρα — он сел на автобус, едущий в «святую Варвару»;
5) местночтимый святой, заступник и покровитель:епископа или митрополита своей епархии:Этим.< дргр. άγιος < инд. yag – «почитать, уважать», сравните с санскр. yaj – ati «почитать». Это слово в древнегреческом обозначало места и предметы, вызывающие уважение и благочестивый страх. В Ветхом Завете это прилагательное использовалось Семьюдесятью переводчиками для описания Бога, ангелов и всего Израильского народа. В Новом Завете «святыми» называются все верующие как очищенные от «скверны языческой». Значение «христианин, прославленный Церковью святым» относится к 10 веку по Р.Х.* -
9 μεγαλομάρτυρας
μεγαλομάρτυρας (ο / η)великомученик:Этим.Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μεγαλομάρτυρας
-
10 μυροβλύτης
μυροβλύτης οмироточец, мироточивый – источающий чудотворное миро во исцеление болезней. Название это придается некоторым святым, из мощей которых изливается миро:Этим.< μύρον + -βλύτης < дргр. βλύζω «миро + бить ключом, обильно литься»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μυροβλύτης
-
11 1216
{собств., 3}1. Христианин, которого тепло приветствует ап. Иоанн (Иуд. 1:23).2. Серебряник (мастер, специалист по покрытию вещей серебром) в Ефесе, поднявший мятеж против ап. Павла (Деян. 19:24, 38).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1216
См. также в других словарях:
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — Δημ/ητριος masc nom sg Δημήτριος of masc/fem nom sg Δημήτριος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημήτριος Α’ — (Δ. Παπαδόπουλος, Κωνσταντινούπολη 1914 – 1991). Οικουμενικός Πατριάρχης (1972 91). Σπούδασε θεολογία στη Χάλκη και εργάστηκε ως καθηγητής για πολλά χρόνια. Το 1972 εξελέγη μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου, θέση στην οποία παρέμεινε για πέντε… … Dictionary of Greek
Δημήτριος ο Μυροβλήτης — (Θεσσαλονίκη 280 – 304 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Προερχόταν από ευγενή οικογένεια της Θεσσαλονίκης και έλαβε όλα τα εφόδια για μια πετυχημένη σταδιοδρομία. Νέος ακόμα κατέλαβε ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αυτό όμως … Dictionary of Greek
Δημήτριος ο Πολιορκητής — (336; – 283/2 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου και μνημονεύεται για πρώτη φορά στον πόλεμο εναντίον του Ευμένη (317). Το 312 διοικούσε τον στρατό του πατέρα του στη μάχη της Γάζας. Το 307 έγινε κύριος της… … Dictionary of Greek
Δημήτριος ο Φαληρεύς — (Φάληρο περ. 350 π.Χ. – ;). Αθηναίος πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Περιπατητική σχολή του Θεόφραστου και έγραψε σχόλια στα ομηρικά έπη και μια συλλογή χρήσιμων αποφθεγμάτων, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούσαν τα Αποφθέγματα των επτά … Dictionary of Greek
Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ … Dictionary of Greek
Θέμελης, Δημήτριος — (Πάτμος 1785 – Μεσολόγγι 1825). Εθνικός αγωνιστής. Εγκαταστάθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου έκανε μεγάλη περιουσία από το εμπόριο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 στο Γαλάτσι από τον Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσα). Μαζί με τον Γρυπάρη… … Dictionary of Greek
Αμμιράλλος ή Αμμιραλλός, Δημήτριος — (Χίος 1656 – ;). Λόγιος. Φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, όπου σπούδασε γραμματική, ρητορική και φιλολογία. Πήγε έπειτα στο Παρίσι όπου σπούδασε ιατρική και βοτανική. Μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, ο Α. ασκήθηκε επί εννιά χρόνια σε… … Dictionary of Greek
Γαζιάδης, Δημήτριος — (Αθήνα 1899 – 1959). Σκηνοθέτης, οπερατέρ και παραγωγός του ελληνικού κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φωτογραφική Ακαδημία του Μονάχου. Μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ, επίσης κινηματογραφιστή, υπήρξαν από τους πρωτοπόρους του ελληνικού κινηματογράφου … Dictionary of Greek
Γαλανός, Δημήτριος — (Αθήνα 1760 – Μπενάρες, Ινδία 1833). Λόγιος. Ο Γ. ήταν ένας από τους πρώιμους μελετητές της ινδικής φιλολογίας. Μετά τις σπουδές του σε σχολές της Αθήνας, του Μεσολογγίου και της Πάτμου, δίδαξε ελληνικά για λίγα χρόνια σε ένα σχολείο της… … Dictionary of Greek