Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Βαβυλώνιος

  • 1 Βαβυλωνιος

        I
        3
        вавилонский Her., Xen., Plut., Luc.
        II
        ὅ
        1) вавилонянин Her.
        2) вавилонский прорицатель, звездочет Arst., Luc.

    Древнегреческо-русский словарь > Βαβυλωνιος

  • 2 Βαβυλώνιος

    Ancient Greek-Russian simple > Βαβυλώνιος

  • 3 Διογενης

        - ους, дор. ευς ὅ (acc. Διογένη и Διογένην) Диоген
        1) ὅ Ἀπολλωνιάτης, родом из Аполлонии на Крите, ученик Анаксимена, философ V в. до н.э., автор Περὴ φύσεως Arst., Plut., Anth.
        2) ὅ Σινωπεύς, родом из Синопы, родоначальник кинической философской школы Diog.L., Plut.
        3) ὅ Βαβυλώνιος, родом из Селевкии в Вавилонии, греч. философ II в. до н.э., глава афинской стоической школы после Зенона Diog.L.
        4) ὅ Λαέρτιος, родом из Лаэрты в Киликии, греч. писатель II в. н.э., автор Περὴ βίων, δογμάτων καὴ ἀποφθεγμάτων τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων

    Древнегреческо-русский словарь > Διογενης

См. также в других словарях:

  • Βαβυλώνιος — Babylon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβυλώνιος — α, ο (AM βαβυλώνιος, ία, ιον) 1. ο βαβυλωνιακός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Βαβυλώνας ή της Βαβυλωνίας 3. φρ. α) «βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» η περίοδος κατά την οποία οι Ισραηλίτες έμειναν εξόριστοι στη Βαβυλώνα (606 538 π.Χ.) β) «βαβυλώνια αἰχμαλωσία… …   Dictionary of Greek

  • βαβυλώνιος — α, ο 1. ο κάτοικος της Βαβυλώνας. 2. ο βαβυλωνιακός: Οι «Βαβυλώνιοι Πίνακες» βρέθηκαν στη Βαβυλώνα από το Μέγα Αλέξανδρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαβυλώνιον — Βαβυλώνιος Babylon masc acc sg Βαβυλώνιος Babylon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίαις — Βαβυλώνιος Babylon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίη — Βαβυλώνιος Babylon fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίην — Βαβυλώνιος Babylon fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίης — Βαβυλώνιος Babylon fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίου — Βαβυλώνιος Babylon masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίῃ — Βαβυλώνιος Babylon fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίῳ — Βαβυλώνιος Babylon masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»