-
1 ἀρνέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `deny, refuse, decline' (Il.).Other forms: Aor. ἀρνήσασθαιEtymology: Mayrhofer KZ 71 (1953) 75ff. connects Av. rah- `be unfaithful', intens. rārǝšyeiti, caus. rā̊ŋhayeiti [?]) as * h₂r-n-es-, which fits form and meaning very well. - Not to Arm. uranam `deny'; Clackson 102f.Page in Frisk: 1,145-146Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρνέομαι
См. также в других словарях:
орать — I орать I пахать , орю, орёшь, укр. орю, орати, др. русск., ст. слав. орати, орѭ ἀροτριᾶν (Остром.), болг. ора, сербохорв. о̀рати, о̀ре̑м, словен. orati, оrа̑m, orjem, чеш. orati, слвц. оrаt᾽, польск. оrаc, orzę, в. луж. worac, н. луж. woras.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ar-5 — ar 5 English meaning: to refuse; to lie Deutsche Übersetzung: “verweigern, leugnen”? Note: (with n formant) Material: Gk. ἀρνέομαι (*ἀρνε F ομαι) “ refuses “, ἄπαρνος, ἔξαρνος “ refusing, denying everything “, ἀρύει ἀντιλέγει… … Proto-Indo-European etymological dictionary