Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

uranam

См. также в других словарях:

  • орать — I орать I пахать , орю, орёшь, укр. орю, орати, др. русск., ст. слав. орати, орѭ ἀροτριᾶν (Остром.), болг. ора, сербохорв. о̀рати, о̀ре̑м, словен. orati, оrа̑m, orjem, чеш. orati, слвц. оrаt᾽, польск. оrаc, orzę, в. луж. worac, н. луж. woras.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ar-5 —     ar 5     English meaning: to refuse; to lie     Deutsche Übersetzung: “verweigern, leugnen”?     Note: (with n formant)     Material: Gk. ἀρνέομαι (*ἀρνε F ομαι) “ refuses “, ἄπαρνος, ἔξαρνος “ refusing, denying everything “, ἀρύει ἀντιλέγει… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»