-
1 параоксифенилэтиламин
Chemistry: aminoethylphenol, tyramine, tyrosamineУниверсальный русско-английский словарь > параоксифенилэтиламин
-
2 тирамин
1) Chemistry: aminoethylphenol, tyramine, tyrosamine2) Makarov: tyramine (производное 2-фенилэтиламина)
См. также в других словарях:
tyrosamine — ty·ros·amine (ti rōsґə mēn) tyramine … Medical dictionary
τυραμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) φαινολική αμίνη που απαντά σε ορισμένα φυτά ή παράγεται από όργανα τών ζώων ή απαντά σε ορισμένους μύκητες, έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση τής αρτηριακής πίεσης και χρησιμοποιείται ως αδρενεργικό φάρμακο, αλλ. τυροζαμίνη … Dictionary of Greek