-
1 торакограф
-
2 торакограф
Medicine: thoracograph (прибор для регистрации контура грудной клетки в горизонтальной плоскости и его изменений при дыхании)
См. также в других словарях:
θωρακογράφος — ο ιατρ. όργανο για την καταγραφή τών κινήσεων και τού περιγράμματος τού θώρακα κατά την αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracograph < thoraco (πρβλ. θώραξ) + graph (πρβλ. γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek