-
1 tarsoptôse
تسطح باطن القدمرحح
См. также в других словарях:
ταρσόπτωση — και ταρσοπτωσία, η, Ν ιατρ. η εξάλειψη τής καμάρας τού ποδιού, αλλ. πλατυποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tarsoptose (< ταρσός + πτώση)] … Dictionary of Greek