-
1 tarsoptose
fплоскостопие, плоская стопа -
2 tarsoptose
сущ.мед. плоская стопа, плоскостопие
См. также в других словарях:
ταρσόπτωση — και ταρσοπτωσία, η, Ν ιατρ. η εξάλειψη τής καμάρας τού ποδιού, αλλ. πλατυποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tarsoptose (< ταρσός + πτώση)] … Dictionary of Greek