Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

svamm

См. также в других словарях:

  • σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… …   Dictionary of Greek

  • su̯em- —     su̯em     English meaning: to move; to swim     Deutsche Übersetzung: ‘sich bewegen”, in Gmc. meist ‘schwimmen”     Material: O.Ir. to senn “ pursue “ (*su̯em d ne ), verbal noun tofunn, probably to: Nor. svamla “fantasize”, svamra… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»