Перевод: с латинского на немецкий

с немецкого на латинский

praetōricius

См. также в других словарях:

  • Praetor — was a title granted by the government of Ancient Rome to men acting in one of two official capacities: the commander of an army, either before it was mustered or more typically in the field, or an elected magistrate assigned duties that varied… …   Wikipedia

  • πραιτωρικός — και πραιτορικός και πραιτωριακός και πραιτοριακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πραίτωρα 2. φρ. «πραιτωρικό [ή πραιτορικό] δίκαιο» ρωμ. δίκ. το δίκαιο που αναπτύχθηκε από τις εκάστοτε αποφάσεις και τα διατάγματα τών πραιτώρων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»