Перевод: с латинского на русский

с русского на латинский

obsequor

См. также в других словарях:

  • οψίκιον — I Βυζαντινός όρος που σημαίνει κάθε συνοδεία επίσημου προσώπου, για να του αποδοθούν τιμές ή για λόγους ασφάλειας. Ο. ονομαζόταν και το στρατιωτικό τμήμα που προβάδιζε στη βασιλική πομπή. Στα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ένα τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • οψικάτωρ — ὀψικάτωρ, ορος, ὁ (Μ) ο ακόλουθος κάποιου για λόγους ασφαλείας ή τιμής ένεκεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obsequor «ακολουθώ» + κατάλ. άτωρ (πρβλ. οψικεύω)] …   Dictionary of Greek

  • οψικεύω — ὀδικεύω (Μ) συνοδεύω κάποιον σε πομπή τιμητικά ή για λόγους ασφαλείας, ακολουθώ σε λιτανεία, ιδίως με λαμπαδηφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obsequor «ακολουθώ» + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • ՀՆԱԶԱՆԴԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0105 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ձ. ὐπακούω obedio, ausculto, obsequor, audio ὐποτάσσομαι subdor, subjicior, subordinor . Հնազանդ լինել. անսալ. ունկնդիր լինել. լսել. եւ Հպատակիլ. ներքոյ անկանիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏԵՂԻ — (ղւոյ, ʼի տեղւոյ կամ ւոջէ, ւոջ, ղեաց.) NBH 2 0864 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ՏԵՂԻ. τόπος locus στάσις statio. որ եւ ՏԵՂ, ԵՏՂ. Վայր. ուրն՝ զոր գրաւ է իւրաքանչիւր մարմին. կայան.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»