Перевод: с латинского на русский

с русского на латинский

instinguo

См. также в других словарях:

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

  • (s)teig- —     (s)teig     English meaning: to stick; sharp     Deutsche Übersetzung: ‘stechen; spitz”     Note: extension from stei ds.     Material: O.Ind. tējatē “is sharp, schärft”, tēja yati ‘schärft, stachelt”, tiktá ‘sharp, bitter”, tigmá ‘spiky,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»