-
1 καρδιό-δηκτος
καρδιό-δηκτος, herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.
-
2 δηξί-θῡμος
δηξί-θῡμος, herznagend, ἔρωτος ἄνϑος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
-
3 θῡμο-βόρος
θῡμο-βόρος, herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν ϑυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
-
4 δηξίθῡμος
-
5 θῡμοβόρος
-
6 καρδιόδηκτος
καρδιό-δηκτος, herznagend, -kränkend