-
1 γραμματόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματόεις
-
2 πολυάθλιος
πολῠ-άθλιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάθλιος
-
3 ἀριστότατος
ἀριστότατος, η, ον, late superlative formation from ἄριστος, Rev.Phil.46.127 ([place name] Miscamus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστότατος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский