См. также в других словарях:
λόφιος — ο ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας lophidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lophius < νεολατ. lophius < λόφος] … Dictionary of Greek
λόφιος — ο ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας lophidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lophius < νεολατ. lophius < λόφος] … Dictionary of Greek