-
1 βακίς
-
2 μανικός
A of or for madness, mad,μ. πράγματα Ar.V. 1496
; [ νόσημα] Hp.Aph.3.20; βλέπει μανικόν τι she has a madwoman's eye, Ar.Pl. 424; -ωτέρα ἡδονή Pl.R. 403a
; ἡ-κή madness, Id.Phdr. 244c; μανικόν symptom of madness, Hp.Prog.3; οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς; Anaxandr.28, cf. Epicur.Ep.2p.53U.;νοσῶν τι μ. Timocl.6.12
. Adv. -κῶς, περιφέρεσθαι X.Cyn.3.5
;πυρέττειν Plu. Alex.75
.2 generally, mad, extravagant, Isoc.1.15, Pl.Prt. 343c, etc.; σωφρόνημα λίαν μ. dub. l. in X.Ages.5.4;μ. ἱππωνίαι Id.Eq. Mag.1.12
. Adv. -κῶς, διακεῖσθαι Pl.Phdr. 249d
; ;ὰλόγως καὶ μ. Isoc.5.65
, cf. Phld.Ir.p.82 W.2 frenzied, enthusiastic, inspired,εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arist.Po. 1455
a33; ;νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά Id.Pr. 954a36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανικός
-
3 Σίβυλλα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σίβυλλα
-
4 ἐνθουσιαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθουσιαστικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский