1 ζοφώδης
ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac. 570
θάλαττα Arist.Pr. 944b22
Βόσπορος Str.1.2.9
Εὖρος App.Hann.20
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζοφώδης