-
1 συμπαθής
συμπαθ-ής, ές,A affected by like feelings, sympathetic,οὐδεὶς ὁμαίμου -έστερος φίλος Pl.Com.192
;σ. ἐστιν ὁ ἀκροατὴς τῷ ᾄδοντι Arist.Pr. 921a36
, cf. Pol. 1340a13; πρὸς τὰ γεννηθέντα συμπαθέστεραι μᾶλλον αἱ μητέρες γίνονται [τῶν τιτθῶν] Sor.1.87, cf. 88.2 exerting mutual influence, interacting,ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συμπαθῆ Arist.Phgn. 808b19
, cf. Epicur.Ep.1p.20U.; νεῦρα ἀλλήλοις ς. AP11.352 (Agath.); sensitive to influence,τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμόν.. -έστατον Arist.PA 653b6
, cf. Thphr.CP1.7.4; of the members of an organism, Hp.Alim.23, Plot.4.5.8;ὁ κόσμος σύμπνους καὶ σ. αὐτὸς αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264
; exciting sympathy,χερῶν σ. ὑπτιασμός Phld.Rh.1.52
S., cf. D.H.2.45: [comp] Sup., PHerc.176p.39V.3 of planets, in concord, Vett.Val.37.14; defined by Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).226.II Adv. - θῶς sympathetically, Phld. Lib.p.37 O., Cic.Att.12.44.1;τῇ σελήνῃ Str.3.5.8
;σ. ἔχειν πρός τινα J.AJ7.10.5
;- έστερον ἐρᾶσθαι Arist.Mir. 846b9
, cf. Plu.2.3c;- έστατα IG12(2).58b33
(Mytil., 1 B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπαθής
-
2 συνδιατελέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιατελέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский