1 θολώδης
; ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Arist.HA 620b16
θ. καπνός Vett.Val.345.21
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολώδης