-
1 δυσανάπνευστος
δῠσανά-πνευστος, ον,2 transpiring with difficulty, Gal.7.287.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανάπνευστος
-
2 δυσκατάποτος
δυσκατά-ποτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκατάποτος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский