-
1 τραχύτης
A roughness, ruggedness,κῶνον λαμβάνοντα τραχύτητας Democr.155
;τῆς χώρας X.Cyr.7.5.67
; sharpness, of a bit, Id.Eq.10.6;τραχύτησί τε καὶ λειότησιν Pl.Ti. 65c
, cf. Ti.Locr. 100d;περὶ τὴν ἀρτηρίαν Arist.GA 788a27
;τὰ ῥοφητὰ.. τὰς ἐν τῇ φάρυγγι τ. ἐκλεαίνει Gal.6.706
;βλέφαρα τὰ τ. ἔχοντά τινα Id.16.510
;τ. φωνῆς Arist. de An. 422b31
, cf. Phld.Po.Herc.994.32, 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχύτης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский