-
1 παλματίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλματίας
-
2 τρόμος
τρόμος, ὁ,A trembling, quaking, quivering,1 from fear,πάντας ἕλε τ. Il.19.14
;ὑπό τε τ. ἔλλαβε γυῖα 3.34
, etc.;τ. μ' ὑφέρπει A.Ch. 463
(lyr.), cf. E.Ba. 607 (troch.);τ. καὶ ἔκστασις Ev.Marc.16.8
; from love,τ. δὲ παῖσαν ἄγρει Sapph. 2.13
: pl., shiverings, Hp.Coac.92.2 from cold,τ. καὶ ῥῖγος Pl.Ti. 62b
, cf. 85e;γίνεται ὁ τ. διὰ κατάψυξιν Arist.Pr. 871a33
: generally,ἰνῶν ἀτονία καὶ τ. Phld.Acad.Ind.p.76M.
;περὶ τ. Gal.7.584
.3 of earthquakes, Arist.Mete. 366b18, Mu. 396a10;σεισμοὶ ἐν γῇ καὶ τρόμοι Plu.2.373d
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский