-
1 προσνέμω
A allot, assign, dedicate to,γυμνικοὺς [ἀγῶνας].. τοῖς θεοῖς Pl.Lg. 828c
;αὑτούς τινι D.25.43
;ταῖς τοῦ δήμου προαιρέσεσιν ἑαυτόν Id.Ep.3.2
;ὅπου τὸ δίκαιον εἴη τεταγμένον, ἐνταῦθα π. ἑαυτούς Id.60.11
;τῷ δικαίῳ ἑαυτούς Plb.6.10.9
;μηδεμιᾷ φιλοτιμίᾳ παρὰ τὸ δίκαιον π. τὴν αὑτοῦ γνώμην SIG577.39
(Milet., iii/ii B.C.);ἀπώλειάν τινι Alciphr.1.14
; add,ὀκτακοσίους αὐτοῖς D.14.16
;τὰς νήσους ταῖς γείτοσι μοίραις Arist.Mu. 394a4
;πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Plb.2.43.5
:—[voice] Pass., to be assigned, attributed, οἱ δ' ἄλλοι προσνενέμησθε ὡς τούτους, ὡς ἐκείνους, D.2.29, 13.20;π. ὁ φίλος τοῖς πράγμασι, οὐ τὰ πράγματα τοῖς φίλοις Arist.EE 1237b33
; ὁ ὄχλος ὁ ἐκ τῶν ἀγρῶν προσνεμηθεὶς τῷ κατὰ πόλιν being added, D.H.10.48:—[voice] Med., grant on one's own part, πρόσνειμαί μοι χάριν grant me a further favour, S.Tr. 1216; προσνείμασθαί τινα τοῖσιν θεοῖσιν devote him to the gods, Ar.Av. 563 (anap.).II π. ποίμνας drive his flocks to pasture, E.Cyc.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσνέμω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский