1 πρόσχωσις
πρόσχωμα Ι, αἱ νῆσοι.. τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102
πᾶσα [Αἴγυπτος].. π. οὖσα τοῦ Νείλου Arist.Mete. 351b30
π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.AJ4.8.5
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσχωσις