-
1 περιάπτω
A tie, fasten, hang about or upon,γυίοις περάπτων φάρμακα Pi.P.3.52
, cf. Call.Hec.1.1.1;τὰ ἐρινεὰ πρὸς τὰς συκᾶς Arist.HA 557b29
:—[voice] Med., put round oneself, wear, [ χρυσὸν ἢ ἄργυρον] Pl.R. 417a, cf. Plu.Per.12, etc.2 metaph.,π. ὄλβον τινί X.Cyr.1.5.9
; ἀγαθὸν [τῇ πόλει] Id.Mem.2.6.13;π. αὑτοῖς τὰ διὰ μέσης θεωρούμενα φυσιολογίας Phld.Rh.1.208S.
: mostly in bad sense, π. πήματα, τῆς πενίας πρᾶγμ' αἴσχιόν τινι, attach to one, Simon.97(tm.), Ar.Pl. 590; π. ὀνείδη τινί Lys.l.c., cf. Pl.Euthd. 272c;αἰσχύνην τῇ πόλει Id.Ap. 35a
; π. ἀνελευθερίαν (sc. αὐτοῖς) X.Cyr.8.4.32;ἀντὶ καλῆς [δόξης] αἰσχρὰν π. τῇ πόλει D.20.10
(hence π. alone, defame, Vett.Val.285.32); τουτονὶ π. βίον (sc. ἡμῖν) imposed this life upon us, Athenio 1.7; alsoσχῆμα π. τῷ πυρί Arist. Cael. 304a9
; τινὰς αἰτίαις π. J.AJ12.5.5;π. τινὰ ψόγῳ LXX 3 Ma.3.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιάπτω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский