Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

3)+(о+солнце)

  • 81 рдеть

    рдеет
    ρ.δ. κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•

    плоды -ют на солнце οι καρποί κοκκινίζουν στον ήλιο•

    -ют знамна κοκκινίζουν οι σημαίες.

    κοκκινίζω, φαίνομαι κόκκινος•,лись кисти винограда κοκκίνιζαν τα τσαμπιά των σταφυλιών.

    Большой русско-греческий словарь > рдеть

  • 82 светить

    свечу, светишь
    ρ.δ.
    1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•

    луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•

    звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•

    солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.

    || ρίχνω φως•

    он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.

    || μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.
    2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.
    3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•

    глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,

    1. φέγγω, φωτίζω•

    вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.

    || φωτίζομαι.
    2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).
    3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > светить

  • 83 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

  • 84 сжарить

    ρ.σ.μ. ψήνω, τηγανίζω.
    1. ψήνομαι, τηγανίζομαι.
    2. θερμαίνομαι (ζεσταίνομαι) πολύ•

    сжарить на солнце ψήνομαι στον ήλιο.

    Большой русско-греческий словарь > сжарить

  • 85 сиять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.
    1. ακτινοβολώ, λάμπω, απαυγάζω•

    солнце -яет ο ήλιος λάμπει•

    месяц -яет το φεγγάρι λάμπει.

    2. μτφ. εκφράζω χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ. его глаза -яют τσ. μάτια του λάμπουν•

    сиять от радости λάμπω από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > сиять

  • 86 склонить

    склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•

    склонить голову γέρνω το κεφάλι.

    2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.
    3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•
    αποδράσει.
    εκφρ.
    склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•
    склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.
    2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•

    солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.

    || στρέφομαι, γυρίζω•

    разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.

    || συμμερίζομαι•

    склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.

    3. πείθομαι• συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > склонить

  • 87 скрыть

    скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•

    скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•

    скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.

    2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).
    3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.
    κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•

    скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•

    преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.

    || εξαφανίζομαι, δραπετεύω•

    Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.

    || μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > скрыть

  • 88 слепить

    -шло, -пишь
    ρ.δ.μ.
    1. παλ. τυφλώνω.
    2. θαμπώνω•

    солнце -ит глаза ο ήλιος θαμπώνει τα μάτια.

    τυφλώνομαι.
    слеплю, слепишь, παθ. μτχ. παρλθ. слепленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βλ. лепишь.
    κολλώ.

    Большой русско-греческий словарь > слепить

  • 89 сушить

    сушу, сушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сушенный, βρ: -шен -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. ξηραίνω, στεγνώνω•

    сушить бель στεγνώνω τα ρούχα•

    -сено ξηραίνω το χόρτο•

    сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο (λιάζω)•

    сушить фрукты ξηραίνω φρούτα.

    || αποξηραίνω (βαλτώδη εδάφη).
    2. μτφ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, εξαντλώ• βασανίζω
    3. μτφ. κάνω αδιάφορο, απροσήγορο, άχαρο, τυπικό.
    εκφρ.
    сушить всла – δεν κωπηλατώ (κρατώ τα κουπιά πάνω από το νερό).
    ξηραίνομαι, στεγνώνω κλπ. ρ, ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > сушить

  • 90 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 91 яркий

    επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший.
    1. (για φως) δυνατός, φωτερός, λαμπερός•

    -ая лампа φωτερή λάμπα•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    яркий свет λαμπερό φως•

    яркий снег αστραφτερό χιόνι•

    яркий огонь λαμπερή φωτιά•

    -ая звезда λαμπερό άστρο, φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός•

    яркий цвет ζωηρόχρωμα.

    2. αίθριος, λαμπρός•

    яркий день λαμπρή μέρα.

    3. παλ. ευκρινής, ισχυρός, ηχηρός (για ήχο).
    4. μτφ. ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακεκριμένος•

    яркий талант λαμπρό ταλέντο.

    5. χτυπητός,•εντυπωσιακός•

    яркий пример χτυπητό παράδειγμα.

    6. πειστικός•

    -ое доказательство πειστική απόδειξη.

    Большой русско-греческий словарь > яркий

  • 92 ярый

    βρ: яр, яра, яро.
    1. μανιώδης, μανιακός, λυσσασμένος.
    2. βλ. яростный (2 σημ.).
    3. ένθερμος, φανατικός, με πάθος.
    επ. παλ.
    1. καθαρός• ανοιχτόχρωμος, ξανθός.
    2. λαμπερός, αστραφτερός•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος.

    Большой русско-греческий словарь > ярый

  • 93 ясный

    επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.
    1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    ясный свет λαμπερό φως.

    || στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. αίθριος, ξάστερος•

    -ое небо αίθριος ουρανός•

    -ая погода ξαστεριά.

    || διαυγής, διαφανής, καθαρός•

    ясный воздух καθαρός αέρας.

    3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•

    -ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.

    4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•

    -ая дикция καθαρή προφορά•

    ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.

    || πειστικός•

    -ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.

    || σαφής•

    ясный ответ σαφής απάντηση•

    -ое понятие σαφής έννοια.

    5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•

    -ое намерение φανερή πρόθεση.

    εκφρ.
    - ое дело – φανερή υπόθεση•
    ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•
    ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•
    яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.

    Большой русско-греческий словарь > ясный

См. также в других словарях:

  • СОЛНЦЕ — СОЛНЦЕ, солнышко ср. наше дневное светило; величайшее, самосветное и срединное тело нашей вселенной, господствующее силою тяготения, светом и теплом над всеми земными мирами, планетами. Солнце, а в наречиях славянских слонце, слунко и сонце,… …   Толковый словарь Даля

  • Солнце и Луна (Средиземье) — Солнце (англ. Sun) и Луна (англ. Moon) в легендариуме Д. Р. Р. Толкина главные астрономические объекты искусственного происхождения. Они присутствуют почти во всех его произведениях, наиболее подробно описаны в различных версиях… …   Википедия

  • Солнце (астрология) — Подобно тому, как Солнце является центром Солнечной системы, так и в астрологии Солнце символизирует психический центр субъекта, его «ядро», «сердце», внутреннее «Я», мироощущение и миропонимание. Оно, занимая центральное положение в микрокосме,… …   Википедия

  • Солнце Лауры — Жанр русский рок Годы 2004 н.в. Страны …   Википедия

  • СОЛНЦЕ — [онц], солнца, мн. солнца и (устар.) солнцы, ср. 1. только ед. Центральное небесное светило нашей планетной системы, представляющее собою гигантский раскаленный шар, излучающий свет и тепло. Земля вращается вокруг солнца. Солнце взошло над… …   Толковый словарь Ушакова

  • Солнце Нико Пиросмани — «Солнце Нико Пиросмани» 2 й арт проект российского художника концептуалиста Антона Кузьмина. Арт проект проходил в Екатеринбурге, в Музее молодёжи на ул. Карла Либкнехта, 32, с 05 по 25 апреля 1995 года. Содержание 1 История …   Википедия

  • Солнце и луна (геральдический символ) — Солнце и луна  распространённый символ на флагах и гербах в регионах, переживших индийское культурное влияние. Исходно эти символы связаны с представлением о «лунной» и «солнечной» династиях древних ариев. Со временем этот символ приобрёл… …   Википедия

  • Солнце взойдет (сингл) — Солнце взойдет …   Википедия

  • солнце — как солнце на небе, на одном солнце онучи сушили, пятна в солнце, пятна на солнце.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. солнце солнцепек, (ближайшая к нам) звезда, паргелий,… …   Словарь синонимов

  • Солнце, сено, ягоды (фильм) — Солнце, сено, ягоды Slunce, seno, jahody Жанр комедия Режиссёр Зденек Трошка В главных ролях Хелена Ружичкова …   Википедия

  • Солнце Ацтеков — Im Juli Жанр …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»