-
1 συναρτάω
A knit or join together,σ. γένος E.Med. 564
;τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.DDeor.21.1
:—[voice] Pass., to be closely engaged,δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς.. ξυνηρτῆσθαι Th.7.70
;ἡ ἄνω γνάθος.. συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθρωται Hp.Art.30
, cf. Arist. HA 495b6, Sor.2.85; , Thphr.Sens.26;σ. εἰς ἕν Arist.PA 670a7
; ἀφ' ἑνός, ἐξ ἑνός, Id.HA 516a8, Pr. 957b40; πολλαχόθι μὲν συμφύονται [οἱ ὑμένες], πολλαχόθι δὲ συναρτῶνται Gal. UP15.5
.2 metaph.,ὁ μηθὲν ἀκόλουθον -αρτῶν Epicur.Nat.14.9
: mostly in [voice] Pass.,συνηρτημέναι [ἀρεταὶ] τοῖς πάθεσι Arist.EN 1178a19
; τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον ς. Id.Cael. 270b9; to be implicated in, c. dat.,τόδε σ. τῷδε ἐξ ἀνάγκης Phld.Sign.35
; συνηρτῆσθαι πολέμῳ to be involved in.., Plu.Num.20; σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς to be always engaged in.., Id.Sert.12; συνηρτῆσθαί τινι to be engaged with him, Id.Marc. 24, cf. Pomp.51.3 Gramm., in [voice] Pass., to be construed with,πρὸς τὰς εὐθείας A.D.Synt.12.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρτάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский