Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

2)+(в+долг)

  • 41 заплатить

    -плачу, -платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заплаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. πληρώνω•

    заплатить за покупки πληρώνω για τα ψώνια.

    || εξοφλώ, ξειτλερώνω•

    заплатить по счету εξοφλώ το λογαριασμό•

    заплатить долг εξοφλώ το χρέος•

    заплатить за квартиру πληρώνω το ενοίκιο του διαμερίσματος.

    2. μτφ. ανταποδίδω•

    ты за это дорого -платишь θα το πληρώσεις ακριβά αυτό (που έκανες)•

    заплатить жизнью, головой πληρώνω με τη ζωή, το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > заплатить

  • 42 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

  • 43 карточный

    επ.
    του χαρτιού, του παιγνιόχαρτου•

    -ая игра χαρτοπαίγνιο• - долг χρέος από το χαρτοπαίγνιο• - стол τραπέζι χαρτοπαιγνίου.

    εκφρ.
    - ая система – σύστημα διανομής με δελτίο• - домик α) χάρτινο σπιτάκι (αστέργιωτο). β) χάρτινος πύργος (φαντασιοκοπήματα).

    Большой русско-греческий словарь > карточный

  • 44 невылазный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно.
    1. αδιάβατος, απροσπέραστος, απροσπέλαστος•

    -ая грязь αδιάβατη λάσπη.

    2. μτφ. αξεχρέωτος•

    -долг αξεχρέωτο δάνειο•

    в -ых долгах βουτηγμένος στα χρέη.

    Большой русско-греческий словарь > невылазный

  • 45 неоплатный

    επ.
    1. αξεπλέρωτος, αξόφλητος, ανεξόφλητος•

    неоплатный долг αζόφλητο χρέος.

    2. αξε-χρέωτος•

    неоплатный должник αξεχρέωτος οφειλέτης.

    Большой русско-греческий словарь > неоплатный

  • 46 общественный

    επ.
    1. κοινωνικός•

    закон -го развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης•

    строй το κοινωνικό σύστημα•

    -ая жизнь η κοινωνική ζωή•

    -ые отношения οι κοινωνικές σχέσεις•

    -ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία•

    -ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοινωνική θέση•

    общественный долг το κοινωνικό χρέος•

    -ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις.

    || δημόσιος•

    -ые работы δημόσιες εργασίες•

    -ое имущество δημόσια περιουσία•

    -ое поричиние δημόσια επιτίμηση• ξεμπρόστιασμα.

    || κοινός, συλλογικός•

    -ая обработка земли κοινή καλλιέργεια της γης.

    2. φίλος των συναναστροφών•

    общественный человек κοινωνικός άνθρωπος.

    εκφρ.
    общественный обвинитель – ο δημόσιος κατήγορος.

    Большой русско-греческий словарь > общественный

  • 47 остальной

    επ.
    υπόλοιπος, υπολειπόμενος•

    -долг το υπόλοιπο χρέος•

    -ое время ο υπόλοιπος χρόνος.

    || ως ουσ. πλθ. -ые, -ых οι υπόλοιποι, οι άλλοι. || ως ουσ. ουδ. -бе το υπόλειμμα, το ρέστο το άλλο•

    всё -ое όλα τα άλλα (τα λοιπά).,

    Большой русско-греческий словарь > остальной

  • 48 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 49 патриотический

    επ.
    πατριωτικός•

    патриотический долг το πατριωτικό καθήκο•

    -ие стихи πατριωτικοί στίχοι (ποιήματα)•

    -ие чувства πατριωτικά αισθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > патриотический

  • 50 перед

    κ. передо πρόθ. με οργν.
    1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•

    он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•

    перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•

    не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•

    извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•

    он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.

    2. πριν, προ, προτού•

    это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•

    перед замужеством πριν την παντρεί,ά•

    перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.

    || νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•

    он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.

    3. προς, για•

    долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перед

  • 51 прихватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω δυνατά, σφιχτά. || συγκρατώ, δένω προσωρινά.
    2. παίρνω μαζί μου•

    прихватить зонт на случай додця παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βροχής.

    || παίρνω•

    надо бы денег прихватить в долг πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα.

    || παίρνω παραπάνω.
    3. παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ•

    мороз -ил цветы ο πάγος έβλαψε τα λουλούδια•

    цветы -ло утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραξε ο πάγος κατά το πρωί.

    4. αρρωσταίνω ξαφνικά με χτυπά•

    паралицом его -ло τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > прихватить

  • 52 простить

    прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.
    1. συγχωρώ•

    я этого ему не -щу αυτό δε θατου το συγχωρέσω•

    -иге меня συγχωρέστε με.

    2. μ. παλ. απαλλάσσω•

    простить долг απαλλάσσω απο το χρέος.

    3. (προστκ.) -йте! χαίρετε! έχετε γεια! αφήνω γεια!
    εκφρ.
    последнее прости сказать ή послать – (γραπ. λόγος) λέγωτο τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα•
    прости–прощайβλ. 3 σημ.
    αποχαιρετιέμαι με χειραψία. || αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. || συγχωριέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > простить

  • 53 святой

    επ., βρ: свят, свята, свято.
    1. άγιος•

    Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•

    Святая Троица η Αγία Τριάδα•

    святые места οι άγιοι τόποι•

    святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•

    святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•

    святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).

    2. ουσ. το ιερό•

    для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•

    жития -ых οι βίοι των αγίων.

    || ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•

    день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•

    клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.

    || ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.
    3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•

    он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.

    4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•

    -ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.

    5. ύψιστος•

    святой долг ιερό καθήκο.

    εκφρ.
    святой отец – πάτερ•
    - ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•
    хоть -ых (вон) неси (выноси)παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).

    Большой русско-греческий словарь > святой

  • 54 священный

    επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•

    - ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•

    -ая утварь ιερά σκεύη•

    -ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•

    священный долг ιερό καθήκο•

    -ая обязанность ιερή υποχρέωση.

    εκφρ.
    ,ая история – ιερή ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > священный

  • 55 сквитать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сквитанный βρ: -тан, -а, -о
    παλ. εξοφλώ, ξεπληρώνω•

    сквитать долг ξεπληρώνω το χρέος.

    || μτφ. εκδικούμαι.
    εκφρ.
    сквитать мяч или гол – ανταποδίδω το γκολ•
    сквитать счёт – ισοφαρίζω (στο παιγνίδι).
    εξοφλώ (χρ;ηματ. λογαριασμούς). || μτφ. εκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сквитать

  • 56 старый

    επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.
    1. γέρος, γηραλέος•

    старый человек γέρος άνθρωπος.

    2. βλ. стариковский.
    3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.
    4. παλιός, αρχαίος•

    старый университет παλιό πανεπιστήμιο•

    старый долг παλιό χρέος•

    -ая привычка παλιά συνήθεια•

    старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.

    || έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.
    5. φθαρμένος• άχρηστος•

    -ое платье παλιό φόρεμα•

    -ые книги παλιά βιβλία•

    старый дом παλιόσπιτο.

    || προηγούμενος, προγενέστερος•

    старый адрес παλιά διεύθυνση•

    старый картофель παλιά πατάτα•

    -ые годы τα παλιά χρόνια•

    -ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.

    6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•

    забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•

    борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.

    εκφρ.
    - ая вераβλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•
    старый стиль – παλιό ημερολόγιο•
    старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•
    человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης.

    Большой русско-греческий словарь > старый

  • 57 сыновий

    επ.
    βλ. сынов; сыновий долг το καθήκο του γιου.

    Большой русско-греческий словарь > сыновий

  • 58 уплатить

    уплачу, уплатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уплаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    πληρώνω•

    уплатить долг πληρώνω το χρέος•

    уплатить за квартиру πληρώνω το ενοίκιο για το διαμέρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > уплатить

  • 59 уплачивать

    ρ.δ.
    βλ. уплатить.
    πληρώνομαι•

    -лся долг πληρώθηκε το χρέος.

    Большой русско-греческий словарь > уплачивать

  • 60 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • ДОЛГ — (греч. deon; лат. officiuum, obligatio; нем. Pflicht; англ. duty, obligation; фр. devoir, obligation; ит. devere) одно из фундаментальных понятий этики, которое обозначает нравственно аргументированное принуждение к поступкам; нравственную… …   Философская энциклопедия

  • ДОЛГ — муж. все должное, что должно исполнить, обязанность. Общий долг человека вмещает долг его к Богу, долг гражданина и долг семьянина; исполнением этих обязанностей он в долгу, они составляют долг его, как взятые у кого взаймы деньги или вещи, или… …   Толковый словарь Даля

  • ДОЛГ — ДОЛГ, долга, мн. долги, муж. 1. только ед. Обязанность (книжн.). Исполнить гражданский долг. Считаю своим долгом предупредить вас. Из чувства долга. 2. Взятое взаймы, преим. деньги. За мной долг. Наделать долгов. Вернуть долг. Имущество продано… …   Толковый словарь Ушакова

  • долг — Недоимка, заем. Долг безнадежный, неоплатный, карточный, текущий. Считай за мною, запиши за мною. За вами есть еще должок, доимочка. За вами остается еще один рубль, вы мне должны еще рубль. Он по уши (по горло) в долгах; он в долгу, как в шелку …   Словарь синонимов

  • долг — сущ., м., употр. часто Морфология: (нет) чего? долга, чему? долгу, (вижу) что? долг, чем? долгом, о чём? о долге и в долгу; мн. что? долги, (нет) чего? долгов, чему? долгам, (вижу) что? долги, чем? долгами, о чём? о долгах   взятое взаймы,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Долг —  Долг  ♦ Devoir    Первое значение слова – долговое обязательство. Второе – обязанность. Связь между ними зиждется на логике обмена или дарения: если я получил что нибудь от кого то, в ответ должен что нибудь ему дать. За понятием долга, во… …   Философский словарь Спонвиля

  • ДОЛГ, ЧУВСТВО ДОЛГА — Кто делает то, что может, делает то, что должен. Мадлен де Скюдери Долг это то, чего в эту минуту не сделает никто, кроме вас. Пенелопа Фицджеральд Долг это то, о чем думаешь с отвращением, делаешь с неохотой и чем потом долго хвалишься.… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • Долг (фильм — Долг (фильм, 2010) Долг The Debt Жанр Драма/триллер Режиссёр Джон Мэдден Продюсер …   Википедия

  • Долг (фильм, 2010) — Долг The Debt Жанр Драма/триллер Режиссёр Джон Мэдден Продюсер Мэттью Вон, Крис Такир, Эдуардо Россофф Автор сценария Мэттью Вон, Джейн Голдман, Питер Строган …   Википедия

  • ДОЛГ, ЗАДОЛЖЕННОСТЬ — (debt) Деньги, которые физическое лицо или организация задолжали другим физическим лицам или организациям. Долговой контракт определяет условия заимствования: величину и график выплаты заемщиком процентов и основной суммы долга и предоставление… …   Экономический словарь

  • долг — а ( у), предл. о долге, в долгу; мн. долги; м. Разг. 1. Обязанность перед кем , чем л. (родиной, народом, семьёй и т.п.). Гражданский д. Сыновний д. Чувство долга. Д. перед Родиной. Д. чести, дружбы, гостеприимства и т.п. Делать что л. по долгу… …   Энциклопедический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»