-
1 σκῆψις
Aσκήπτω 1.2
) pretext, plea, excuse,τοιάδε μέντοι σ. οὐ δόλον φέρει A.Ag. 886
;μὴ σ. οὐκ οὖσαν τίθης S.El. 584
: c. gen., κατὰ φόνου τινὰ ς. pleading some murder as an excuse, Hdt.1.147; σ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν a plea, excuse for not doing, D.1.6; σ. ἡ νόσος.. ἔδοξεν pretence, Luc.Merc.Cond.31; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι to use as an excuse, Hdt.5.30;πρὸς Ἕλληνάς σφι σ. ἐπεποίητο Id.7.168
;ἔχω σ. εὐπρεπεστάτην Id.3.72
; ἐς ἄνδρα σ. εἶχ' ὀλωλότα (sc. τὰ τέκνα) E.El.29; σ. προτείνειν, δεικνύναι, ib. 1067, Med. 744;φέρειν PCair.Zen.110.5
(iii B.C., Pl.); ;σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ D.19.100
; opp. σ. ἐσδέχεσθαι, Ar.Ach. 392;σ. παραδέχεσθαι Hyp.Eux.7
;εὑρίσκειν D.21.81
; ; προβαλέσθαι, πορίσασθαι, etc., Plb.5.56.7, 5.2.9, etc.: acc. as Adv.,σκῆψιν.. ἐλήλυμεν, ὡς.. Cratin.235
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский