-
1 συμφορητός
A brought together, collected,πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10
;Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62
;σ. ὄχλος Id.Dem.36
;σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.Pseudol.5
;ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος BCH51.326
([place name] Athens).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφορητός
-
2 ἑστίασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστίασις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский