-
1 προαιρέω
A- ήσω Babr.108.26
: [tense] aor. προεῖλον:—bring forth, produce from one's stores, προαιρούσαις λαθεῖν (prob. l.)ἄλφιτον, ἔλαιον κτλ. Ar.Th. 419
;ἰσχάδας Pherecr. 68
;τὸν σῖτον.. ἐντεῦθεν προαιροῦντας πωλεῖν Th.8.90
;ἐκ τοῦ ταμιείου Thphr.Char.4.6
, cf. Men.Sam.15, Luc.Rh.Pr.17, Babr.1.c.II mostly [voice] Med., late [tense] impf.ἐπροῃρούμην Ph.1.72
codd.: [tense] fut. - αιρήσομαι: [tense] aor. - ειλόμην: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) - ῄρημαι (v. infr.):—take away first for oneself, [ἀστραγάλους] ἐκ φορμίσκων Pl.Ly. 206e
; remove,Ῥωμαίων τὰς ἀφορμάς Plb.16.29.1
.b elect previously,τινὰς ἐκ τοῦ πλήθους Arist.Pol. 1298b27
(s.v.l.);προελομένου τοῦ δήμου θεωρούς Inscr.Prien.108.152
(ii B.C.).2 prefer,τοῦ παρόντος κινδύνου τὸν μέλλοντα Hdn.6.8.6
: but mostly folld. by a Prep.,πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα προαιρεῖσθαι φίλον Pl.Phdr. 245b
;ἀντὶ ἀρετῆς.. οὐδ' ἂν τὰ Σύρων.. πάντα προέλοιντο X.Cyr.5.2.12
;κριτικήν τινα [ἐπιστήμην] ἐκ τῶν ἄλλων προειλόμεθα Pl.Plt. 292b
.3 c. acc. only, choose deliberately, prefer, , cf. Prt. 327a, La. 200e, Luc.DMort.15.1, etc.;βιοῖ.. οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίον Men.Mon.65
;ἃ λυσιτελεῖ προελέσθαι D.Ep.3.31
;οὐ προσήκοντας.. προῃρῆσθαι λόγους Id.18.129
;τῷ προαιρεῖσθαι τἀγαθὰ ἢ τὰ κακὰ ποιοί τινές ἐσμεν Arist.EN 1112a2
, cf. Rh. 1382a35; having undertaken,Lycurg.
5;πολλὰ καὶ καλὰ καὶ μεγάλ' ἡ πόλις προείλετο δἰ ἐμοῦ D.18.285
;ταύτην π. τὴν σκέψιν Arist.Pol. 1324a21
; opp.φεύγειν τι, Id.EN 1172a25, Po. 1450b9: abs., ὁ ἀκρατὴς ἐπιθυμῶν μὲν πράττει, προαιρούμενος δὲ οὔ not by preference, not deliberately, Id.EN 1111b14, cf. 1135b9, Rh. 1368b11.4 c. inf., choose deliberately to do, Lys.30.31, Pl.Demod. 381b, Arist.Pol. 1315a26, IG 22.448.53;π. τὸ κατεπεῖγον μᾶλλον πράττειν ἤ.. X.Mem.2.1.2
.b purpose or propose to do,εὖ δρᾶν προῃρημένος Democr.96
;ὑπὲρ ἐμοῦ προῄρησαι λέγειν Pl.Phlb. 28b
;εἰ προαιρησόμεθα.. τούτου μεμνῆσθαι D.18.176
;π. λαβεῖν Arist.Pol. 1290b25
: with inf. omitted, πλὴν ὧν ἐγὼ προειλόμην (sc. πρᾶξαι) D.18.190, cf. Arist.EN 1136b15, Pol. 1301a19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαιρέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский