-
1 ἐπεισοδιώδης
ἐπεισοδ-ιώδης, ες,A episodic, incoherent, : metaph.,οὐκ ἔοικεν ἡ φύσις ἐ. οὖσα ὥσπερ μοχθηρὰ τραγῳδία Id.Metaph. 1090b19
, cf. Dam.Pr. 279. Adv.- δῶς Ascl.in Metaph.142.28
.II = ἐπεισόδιος 1, adventitious,οὐ γὰρ ἔξωθεν ἐπίκτητος οὐδ' ἐ. Porph.Sent.36
;ἐ. καὶ δευτέραν συνεπομένην ὑπόστασιν Iamb.Protr.3
;ἐ. καὶ συμβεβηκός Dam.Pr.14
;ἐ. καὶ ἀλλαχόθεν ἐφῆκον Procl.Inst.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισοδιώδης
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский